Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Λέσχη Ζ-3

Την Κυριακή 26/11/2012, στην τρίτη συνάντηση της ΛΑΗ, μιλήσαμε για το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα (Άγρα). Την παρουσίαση έκανε η Μαρία Βρέντζου.

Ισχυρισμοί...



«Η λογοτεχνία προσφέρει αυτό το κάτι περισσότερο σε σχέση με αυτά που η ζωή μάς παραχωρεί. Και σε αυτό το “κάτι περισσότερο” συμπεριλαμβάνεται η ετερότητα, το μικρό θαύμα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”».
Αντόνιο Ταμπούκι

Έτσι ισχυρίζεται ο Περέϊρα
του Αντόνιο Ταμπούκι

Καλοκαίρι του 1938 κατά τη διάρκεια της δικατορίας του Σαλαζάρ. Στο βάθος ο ισπανικός εμφύλιος καθώς και ο ιταλικός και γερμανικός φασισμός. Ο Περέϊρα, βασικός ήρωας του βιβλίου, εργάζεται στην «Λισμπόα», μια μικρή απογευματινή εφημερίδα της Λισαβόνας, διευθύνοντας την πολιτιστική σελίδα. Προσλαμβάνει ως εξωτερικό συνεργάτη τον Μοντέιρο Ρόσσι, έναν νεαρό διπλοματούχο της φιλοσοφίας, προκειμένου να του γράφει εκ των προτέρων νεκρολογίες διάσημων λογοτεχνών που ενδέχεται να πεθάνουν. Τόσο ο Ρόσσι, όσο και η σύντροφός του Μάρτα, συμβάλλουν καθοριστικά στη σταδιακή μεταμόρφωση του Περέϊρα.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι, αν και Ιταλός, γράφει ένα βιβλίο που η πλοκή του διαδραματίζεται στην Πορτογαλία. Τούτο δεν είναι τυχαίο. Ο συγγραφέας ήταν μεταφραστής και διάσημος μελετητής του έργου του Πεσσόα. Παντρεμένος εξάλλου με Πορτογαλίδα, θεωρούσε ότι «Πατρίδα είναι ο τόπος στον οποίο ζουν πρόσωπα που αγαπάμε».
Στο σημείωμα στο τέλος του μυθιστορήματος αναφέρεται ότι ο Περέϊρα, σαν ένα ακόμη λογοτεχνικό φάντασμα, άρχισε να επισκέπτεται τον συγγραφέα και να του μιλάει. Ο σπόρος της έμπνευσης γεννήθηκε έναν μήνα πριν από αυτές τις επισκέψεις, όταν ο Ταμπούκι, εντελώς τυχαία, πληροφορήθηκε το θάνατο ενός Πορτογάλου αντισαλαζαριστή δημοσιογράφου, τον οποίο γνώριζε από παλιά. Μετά από τόσες συναντήσεις με τον ήρωα, ολόκληρη η ιστορία ήταν στο κεφάλι του δημιουργού. Κι όμως, δεν μπορούσε ακόμη να τη γράψει. Μέχρι που συνέλαβε τη φράση «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέϊρα», με την οποία ξεκινούν και πολλά από τα 25 κεφάλαια του βιβλίου. Ο δε αφηγητής δεν μπορεί να είναι άλλος από τον συγγραφέα που ανέλαβε να γράψει τη μαρτυρία – κατάθεση ψυχής του ίδιου του Περέϊρα.
Το βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1994, τρεις μήνες δηλαδή πριν τη νίκη του Μπερλουσκόνι, έγινε σημείο αναφοράς όλων των αντιπολιτευόμενων. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι μόνο ένα πολιτικό ανάγνωσμα. Ο ίδιος ο Ταμπούκι αναφέρει ότι «ο Περέϊρα είναι ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα».
Ποιος είναι όμως ο Περέϊρα στην αρχή του μυθιστορήματος; Αυτοχαρακτηρίζεται γέρος. Είναι χοντρός, καρδιοπαθής και έχει υψηλή πίεση. Καπνίζει πούρα, πίνει μετά μανίας λεμονάδες με ζάχαρη και τρώει αποκλειστικά ομελέτες. Ιδρώνει συνέχεια. Συχνάζει στο καφέ Ορκίντεα κι είναι μοναχικός. Αν και έχει χάσει τη γυναίκα του, συνηθίζει να μιλάει στο πορτρέτο της. Είναι καλός καθολικός αλλά δεν πιστεύει στην ανάσταση της σάρκας, ίσως γιατί αποστρέφεται το ίδιο του το σώμα. Δεν έχει παιδιά και είναι απολιτικός. Σε τελική ανάλυση είναι δυστυχισμένος, συνηθισμένος και πεζός. Ένας φετιχιστής των αναμνήσεων.
Εξαρχής γίνεται σαφές πως η επαγγελματική του συνεργασία με τον Ρόσσι, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά πρόφαση για να συναναστρέφεται αυτόν τον νεαρό. Αναπτύσσει μια έντονα προστατευτική συμπεριφορά απέναντί του. Όλες οι νεκρολογίες του Μοντέιρο Ρόσσι είναι μη δημοσιεύσιμες καθώς έχουν επαναστατική πολιτική οπτική. Ο Περέϊρα, όμως, αντί να τον απολύσει, εξακολουθεί πάντα να τον βοηθά. Σίγουρα είναι ο γιος που δεν έκανε ποτέ. Είναι ο ίδιος του ο εαυτός την εποχή που ήταν νέος. Μήπως όμως είναι κι ένα νέο πρότυπο ζωής απέναντι στον αυταρχισμό της δικτατορίας του Σαλαζάρ;
Οι πρώτες ανησυχίες δεν αργούν να έρθουν. Ο Περέϊρα συζητά με τον φίλο του Σίλβα. Αυτός όμως προτιμά να τον εφησυχάσει λέγοντάς του ότι σε αντίθεση με το πολιτικό σύστημα των Αγγλοσαξόνων και των Αμερικανών που στηρίζεται παραδοσιακά στους θεσμούς, ο νότιος είναι ανώριμος, άρα υπακούει σε όποιον φωνάζει περισσότερο, σε όποιον διατάζει. Δεν είναι τυχαίο που ο Σίλβα είναι πανεπιστημιακός. Εκπροσωπεί μια πνευματική ελίτ του τόπου που έχει συμβιβαστεί με το καθεστώς. Ο λαός δεν μετράει καθόλου. Η κοινή γνώμη δεν μετράει καθόλου.
Ήδη, στο τρένο της επιστροφής, οι σπόροι της αμφιβολίας έχουν ριζώσει μέσα στον ήρωά μας. Έτσι, όταν συνομιλεί με μια Εβραία συνταξιδιώτισσά του της υπόσχεται ότι θα κάνει ότι μπορεί. Ουσιαστικά, δίνει μία υπόσχεση στον ίδιο του τον εαυτό. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει την αδυναμία του. O Περέϊρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία χαρακτηριστική περίπτωση αντιήρωα που καλείται να υπερβεί την «καθημερινότητά» του. Και το κατορθώνει με το να βοηθήσει τον παράνομο ξάδερφο τού Μοντέιρο Ρόσσι που έχει σκοπό να στρατολογήσει εθελοντές προκειμένου να λάβουν μέρος σε μια διεθνή ταξιαρχία, με το να του βρει κατάλυμα.
Υπάρχει όμως και μία άλλη ανάγνωση στις μη δημοσιεύσιμες νεκρολογίες του Ρόσσι. Ο Περέϊρα θέλει νεκρολογίες συγγραφέων που έχουν καταπιαστεί με το θέμα του θανάτου. Αντίθετα, ο νεαρός επαναστάτης γράφει για ενθουσιώδεις οπαδούς της ζωής. Ουσιαστικά, ακολουθεί τους δρόμους της καρδιάς του, το συναίσθημα δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν υπακούει στις εγκεφαλικές οδηγίες του Περέϊρα. Διαλέγει τη ζωή. Ο Περέϊρα όμως ζει παρέα με το θάνατο. Σίγουρα, δεν έχει επεξεργαστεί πλήρως το πένθος του από το χαμό της γυναίκας του, δεν έχει πει αντίο στην περασμένη του ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μοιάζει με ζωντανό νεκρό. Συγχρόνως, τα προβλήματα της υγείας του επιδεινώνουν την άσχημη ψυχολογία του. Κι όμως. Η συναναστροφή με δύο νέους ανθρώπους τον αναζωογονεί και τελικά τον αφυπνίζει πνευματικά και υπαρξιακά. Καταλήγει να βλέπει στον ύπνο του όμορφα όνειρα από τη νιότη του. Η δε απόφασή του να νοσηλευτεί για μία εβδομάδα στην θαλασσοθεραπευτική κλινική Παρέντε είναι μια μάχη ενάντια στην παραίτηση. Ανακαλύπτοντας ξανά το σώμα του, επανέρχεται πίσω στη ζωή.
Κάπου εδώ γίνεται η συνάντηση του Περέϊρα με τον μυθιστοριογράφο Ακιλίνο Ριμπέιρο και τον πρωτοποριακό γραφίστα Μπερνάρντο Μαρκές. Δεδομένων των συνθηκών, ο πρώτος ήθελε να φύγει στο εξωτερικό και ο δεύτερος να σταματήσει να σχεδιάζει. «Η Πορτογαλία είναι περήφανη που έχει δύο καλλιτέχνες σαν κι εσάς, σας έχουμε όλοι ανάγκη», τους λέει ο ήρωάς μας. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των διανοούμενων στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών και σαφώς προκύπτει πως οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να έχουν ενεργή συμμετοχή στα κοινά, ειδικά σε ταραγμένες εποχές.
Ο Περέϊρα όμως δεν επηρεάζεται μόνο από τον Μοντέιρο Ρόσσι και την Μάρτα. Η συνάντησή του με τον δόκτορα Καρντόζο είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία του. Μεταφράζοντας για την «Λισμπόα» ένα διήγημα του Μπαλζάκ με θέμα την μετάνοια, έχει την αίσθηση πως πρέπει κι αυτός να μετανοήσει για κάτι. Δεν ξέρει για ποιο πράγμα. Νιώθει την νοσταλγία της μετάνοιας, τη νοσταλγία της μεταμέλειας. Μοιράζεται τις ανησυχίες του αυτές με τον γιατρό, ο οποίος του αναπτύσσει μία επιστημονική θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν έχουμε μόνο μία ψυχή αλλά μία συνομοσπονδία ψυχών που καθοδηγείται από ένα ηγεμονικό εγώ, το οποίο μπορεί να αλλάξει, με αποτέλεσμα να αποκτήσουμε έναν νέο κανόνα ζωής. Άρα, σύμφωνα με τον δόκτορα Καρντόζο, μπορούμε να γίνουμε ένας διαφορετικός άνθρωπος. Είναι λογικό ο Περέϊρα να νιώθει πολλές ενοχές για όλες αυτές τις αλλαγές που συντελούνται μέσα του. Εξάλλου μια τόσο σύντομη μεταμόρφωση είναι πάντα επίπονη. Στο πρόσωπο όμως του γιατρού βρίσκει έναν ιδανικό φίλο που ξέρει να καθησυχάζει τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. Η διαδικασία μετάνοιας για την απολιτική αδιαφορία του καθώς και για τη νεκρή ζωή του είναι σε εξέλιξη.  
Εξίσου καταλυτικός είναι και ο ρόλος του πατήρ Αντόνιο στη ζωή του Περέϊρα. Ένθερμος υποστηρικτής των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο, τον παρακινεί να δράσει πολιτικά, λέγοντάς του ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες. Σε αντίθεση με τον φραγκισκανό ιερέα που πρέπει να υποταχτεί στην ιεραρχία της Εκκλησίας, ο Περέϊρα είναι ανένταχτος, δίχως παιδιά και σύζυγο, κατά συνέπεια ελεύθερος να ακολουθήσει τις προσωπικές του επιλογές.
Τι μπορεί να κάνει όμως ένας δημοσιογράφος σε ένα καθεστωτικό έντυπο, όταν κάθε μέρα, πριν κυκλοφορήσει η εφημερίδα, περνάει από προληπτική λογοκρισία; Έξυπνα, αντιλαμβάνεται ο Περέϊρα ότι το μήνυμα μπορεί να περάσει κωδικοποιημένο κι όποιος είναι έτοιμος να το εισπράξει, θα το αντιληφθεί. Δημοσιεύει λοιπόν ένα πατριωτικό διήγημα του Αλφόνς Ντωντέ του περασμένου αιώνα, που τελειώνει με τη φράση «Ζήτω η Γαλλία». Αντίπαλος της χώρας τότε ήταν η Γερμανία, κράτος το οποίο τρέφει συμπάθεια για την δικτατορία του Σαλαζάρ. Ο διευθυντής της εφημερίδας κάνει συστάσεις στον Περέϊρα και αρχίζει να τον ελέγχει, προτρέποντας τον παράλληλα να στραφεί σε Πορτογάλους λογοτέχνες. Δεν είναι τυχαίο που ένα αστυνομικό καθεστώς νιώθει την ανάγκη να καλλιεργήσει έναν εθνικιστικό πατριωτισμό. Ο Περέϊρα δεν είναι εθνοφοβικός. Γνωρίζει όμως πως άλλο πράγμα είναι η έννοια του Πορτογαλικού έθνους και άλλο ο φασιστικός εθνικισμός.
Πλέον η αλλαγή έχει συντελεστεί μέσα του. Σίγουρα δεν εξακολουθεί να πιστεύει πως η λογοτεχνία και η κουλτούρα γενικότερα είναι τα σπουδαιότερα πράγματα στον κόσμο. Με πατρική αγάπη φιλοξενεί τον καταζητούμενο Μονέιρο Ρόσσι, τον οποίο δεν αργούν να δολοφονήσουν οι παρακρατικοί, χτυπώντας τον μέχρι θανάτου μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ενώ είναι και αυτός παρών. Ο ήρωάς μας ενεργώντας ως εκδικητής για τον θάνατο του νεαρού, ορμώμενος από ένα ηθικό καθήκον, εξαπατά τον τυπογράφο της «Λισμπόα» και δημοσιεύει ένα άρθρο καταγγελία κατά του καθεστώτος σχετικό με την δολοφονία του Ρόσσι, θέτοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του στην παρανομία. H πράξη του αυτή αν και βαθιά προσωπική, απαντάει σ’ ένα συλλογικό αίτημα των καταπιεσμένων πολιτών της χώρας.  
Το θαύμα έχει συντελεστεί. Ο Περέϊρα γίνεται ένας «άλλος». Ο ατομικισμός του έχει εξαφανιστεί και δεν είναι πλέον αδιάφορος προς τα κοινωνικά προβλήματα. Γίνεται όμως επαναστάτης, γίνεται ήρωας; Τόσο, όσο μπορεί να είναι ένας καθημερινός, συνηθισμένος άνθρωπος που υπερβαίνει τα όριά του, βγαίνει δηλαδή από τον εαυτό του από αξιοπρέπεια και καλοσύνη. Μ’ άλλα λόγια γίνεται ένας «κατά τύχη» ήρωας.
Φεύγοντας από το σπίτι του, μαζί με το πλαστό διαβατήριο παίρνει και το πορτρέτο της γυναίκας του. «Θα σε πάρω μαζί μου», της λέει. «Είναι προτιμότερο να έρθεις μαζί μου».

Μαρία Βρέντζου