Εκδήλωση/Παρουσίαση βιβλίου του Β. Ραπτόπουλου


Τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο τον πρωτογνώρισα το 2006 στα μαθήματα δημιουργικής γραφής του ΕΚΕΒΙ όπου τον είχα δάσκαλο. Είχα ήδη διαβάσει το μυθιστόρημά του «Μαύρος γάμος», μια ιστορία αιμομιξίας ανάμεσα σε μάνα και γιο. Θεωρώ ότι στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας κριτικάρει έντονα τον θεσμό τού γάμου στις μέρες μας. Επίσης, η πλοκή του έργου είναι ιδιαίτερα σκοτεινή και οι χαρακτήρες του μπορούν να περιγραφούν ως αλλόκοτοι. Ξαφνιάστηκα λοιπόν όταν σταδιακά συνειδητοποίησα ότι έχω μπροστά μου έναν ιδιαίτερα γλυκό άνθρωπο, που πιστεύει στην συντροφικότητα και τη δημιουργία οικογένειας. Θεωρεί μάλιστα πως η οικογένεια είναι ο μοναδικός θεσμός που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα. Είναι και ο ίδιος παντρεμένος και έχει μία κόρη.
            Το επόμενο βιβλίο του που διάβασα ήταν το «Φίλοι». Μέσα απ’ την ιστορία φιλίας τριών παιδιών από το Περιστέρι, γειτονιά όπου μεγάλωσε και ο συγγραφέας, ο αναγνώστης μεταφέρεται από την δικτατορία στην μεταπολίτευση κι απ’ την δίκη της 17 Νοέμβρη στην υστερία των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Εν έτη 2006 όπου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα, ο Ραπτόπουλος μιλάει ήδη για τον υπερκαταναλωτισμό, τον ατομικισμό, την αλλοτρίωση της κοινωνίας μας από την ελεύθερη αγορά και το εύκολο χρήμα. Μοναδική λύση που προτείνει είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η αγάπη, ο έρωτας και η φιλία. Στο συγκεκριμένο βιβλίο διάβασα για πρώτη φορά την φράση του Καζαντζάκη «Η Ελλάδα επιζεί ακόμη μέσα από διαδοχικά θαύματα», η οποία φράση είναι ολοφάνερο ότι προβλημάτιζε τον ήρωα του βιβλίου και του γεννούσε αμφιβολίες για την πλαστή ευδαιμονία που βιώναμε τότε.
Έχοντας ήδη διαβάσει αυτά τα δύο βιβλία αλλά και άλλα πολλά δικά του, κατάλαβα ότι τα μυθιστορήματά του χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Σ’ αυτά που περιγράφουν τη ζωή απλών, συνηθισμένων, καθημερινών ανθρώπων, με τους οποίους εύκολα μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος αναγνώστης και θεωρούνται ρεαλιστικά και γλυκά και σ’ εκείνα που περιγράφουν ακραίες ιστορίες με ακραίους χαρακτήρες, κι έχουν στοιχεία τρόμου και θρίλερ, λαϊκής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων και πορνό.
Ο Ραπτόπουλος λοιπόν έχει γράψει και πορνογραφία. Το 1999 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Λούλα», το οποίο και ενόχλησε πολύ. Ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του ότι δεν περιέγραφε τίποτα περισσότερο από την έντονη εμπορευματοποίηση του πορνό εκείνη την περίοδο και την είσοδό του στην ελληνική καθημερινότητα μέσα από την τηλεόραση, το σινεμά και τα περιοδικά lifestyle.
            Έντονη όμως κριτική για το lifestyle και την μοναχικότητα της εποχής ασκεί και με το βιβλίο του «Ο Εργένης» που δημοσιεύτηκε το 1993 και το 1996 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο, σε σενάριο του ίδιου και του συγγραφέα, γνωρίζοντας μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Πάντως, «Ο Εργένης» δεν ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του Ραπτόπουλου που διασκευάστηκε σε σενάριο. Διηγήματα από τα «Κομματάκια», βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1979, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 20 χρονών έγιναν τηλεταινία, ενώ τα «Διόδια», βιβλίο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1982, μεταφέρθηκαν με επιτυχία στην μικρή οθόνη το 1988 σε σενάριο του ίδιου του συγγραφέα. Επίσης, έχει γράψει το σενάριο της ταινίας «Η φανέλα με το 9» σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη.
            Ακόμη, γράφει βιβλία δοκιμιακού περιεχομένου, με πιο πρόσφατο την «Υψηλή τέχνη της αποτυχίας» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2012, μία πνευματική αυτοβιογραφία αλλά ταυτόχρονα και ένα χρονικό της δεκαετίας του 2000. «Αυτή η δεκαετία 2001-2011», λέει σε συνέντευξή του, «ξεκίνησε ως ο ορισμός της επιτυχίας, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι γίναμε Ευρώπη, μέσα από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Και κατέληξε στο γκρέμισμα της νεοπλουτίστικης εκείνης αυταπάτης και στο βούλιαγμά μας σε μια βαθιά οικονομική κρίση που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια χειρότερη βαρβαρότητα ή σε μια μεγαλύτερη αλληλεγγύη».
            Τέλος, αφορμή για την αποψινή βραδιά, είναι το 24ο μυθιστόρημα του με τίτλο «Η πιο κρυφή πληγή» που κυκλοφόρησε φέτος τον Νοέμβριο. Μέσα από ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα του βασικού ήρωα, του Μιχάλη, περιγράφεται τόσο μια σύγχρονη ερωτική ιστορία όσο και η ιστορική περίοδος των Δεκεμβριανών του 44. «Στην κηδεία του πατέρα μου μπορεί να μην πήγα, Μιχάλη, αλλά κάτι ήξερε ο μακαρίτης, που είχε μανία με τα Δεκεμβριανά. Εκεί βρίσκεται το κλειδί, εκεί κρύβεται η ουσία των εξελίξεων που μας περιμένουν», λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Νίκη, ένας απ’ τους πιο σημαντικούς χαρακτήρες.
Μιλάμε λοιπόν για ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο, το πιο πολιτικοποιημένο του Ραπτόπουλου, που παίρνει ίσες αποστάσεις από τους Άγγλους, τη Δεξιά και το Κέντρο από τη μια και το ΚΚΕ από την άλλη. Τι θα είχε γίνει άραγε αν αυτοί οι δύο πόλοι είχαν κατορθώσει να συνεργαστούν δημιουργικά για την εξέλιξη της χώρας μας; Άραγε, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα; Είναι τα Δεκεμβριανά η κρυφή μας πληγή που ενδέχεται να μας οδηγήσει σ’ έναν νέο εμφύλιο; «Φοβάμαι ότι…θα χυθεί αίμα!» λέει η Νίκη στον Μιχάλη στην πολύ κοντινή μας εποχή των αγανακτισμένων που εξιστορείται αναλυτικά στο βιβλίο. Η ευαισθητοποίηση και η ανακάλυψη μιας νέας συλλογικότητας είναι κατά τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο η θεραπεία της εθνικής μας πληγής.
Τελειώνοντας το βιβλίο αισθάνθηκα ότι το πραγματικό μας πρόβλημα σήμερα δεν είναι το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, δημόσιος ή ιδιωτικός τομέας, αριστερά ή δεξιά αλλά ένας υπολανθάνων εμφύλιος διχασμός της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.      



Μαρία Βρέντζου