Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Λέσχη Ζ-4

Την Κυριακή 30/12/2012 στην τέταρτη συνάντηση της Λ.Α.Η., μιλήσαμε για το βιβλίο του Ίρβινγκ Πίρσιγκ "Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέτας" (Κάκτος). Την παρουσίαση έκανε ο Περικλής Παυλάκος.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ενημέρωση



Την Τρίτη 11 Δεκεμβρίου στις 20:00,
στο καφέ "Ενετικό" (πλατεία Λιονταριών),
η Λ.Α.Η σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης,
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου
"Η πιο κρυφή πληγή" του Βαγγέλη Ραπτόπουλου.
Θα μιλήσουν, η Μαρία Βρέντζου και ο Περικλής Παυλάκος.


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Λέσχη Ζ-3

Την Κυριακή 26/11/2012, στην τρίτη συνάντηση της ΛΑΗ, μιλήσαμε για το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα (Άγρα). Την παρουσίαση έκανε η Μαρία Βρέντζου.

Ισχυρισμοί...



«Η λογοτεχνία προσφέρει αυτό το κάτι περισσότερο σε σχέση με αυτά που η ζωή μάς παραχωρεί. Και σε αυτό το “κάτι περισσότερο” συμπεριλαμβάνεται η ετερότητα, το μικρό θαύμα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”».
Αντόνιο Ταμπούκι

Έτσι ισχυρίζεται ο Περέϊρα
του Αντόνιο Ταμπούκι

Καλοκαίρι του 1938 κατά τη διάρκεια της δικατορίας του Σαλαζάρ. Στο βάθος ο ισπανικός εμφύλιος καθώς και ο ιταλικός και γερμανικός φασισμός. Ο Περέϊρα, βασικός ήρωας του βιβλίου, εργάζεται στην «Λισμπόα», μια μικρή απογευματινή εφημερίδα της Λισαβόνας, διευθύνοντας την πολιτιστική σελίδα. Προσλαμβάνει ως εξωτερικό συνεργάτη τον Μοντέιρο Ρόσσι, έναν νεαρό διπλοματούχο της φιλοσοφίας, προκειμένου να του γράφει εκ των προτέρων νεκρολογίες διάσημων λογοτεχνών που ενδέχεται να πεθάνουν. Τόσο ο Ρόσσι, όσο και η σύντροφός του Μάρτα, συμβάλλουν καθοριστικά στη σταδιακή μεταμόρφωση του Περέϊρα.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι, αν και Ιταλός, γράφει ένα βιβλίο που η πλοκή του διαδραματίζεται στην Πορτογαλία. Τούτο δεν είναι τυχαίο. Ο συγγραφέας ήταν μεταφραστής και διάσημος μελετητής του έργου του Πεσσόα. Παντρεμένος εξάλλου με Πορτογαλίδα, θεωρούσε ότι «Πατρίδα είναι ο τόπος στον οποίο ζουν πρόσωπα που αγαπάμε».
Στο σημείωμα στο τέλος του μυθιστορήματος αναφέρεται ότι ο Περέϊρα, σαν ένα ακόμη λογοτεχνικό φάντασμα, άρχισε να επισκέπτεται τον συγγραφέα και να του μιλάει. Ο σπόρος της έμπνευσης γεννήθηκε έναν μήνα πριν από αυτές τις επισκέψεις, όταν ο Ταμπούκι, εντελώς τυχαία, πληροφορήθηκε το θάνατο ενός Πορτογάλου αντισαλαζαριστή δημοσιογράφου, τον οποίο γνώριζε από παλιά. Μετά από τόσες συναντήσεις με τον ήρωα, ολόκληρη η ιστορία ήταν στο κεφάλι του δημιουργού. Κι όμως, δεν μπορούσε ακόμη να τη γράψει. Μέχρι που συνέλαβε τη φράση «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέϊρα», με την οποία ξεκινούν και πολλά από τα 25 κεφάλαια του βιβλίου. Ο δε αφηγητής δεν μπορεί να είναι άλλος από τον συγγραφέα που ανέλαβε να γράψει τη μαρτυρία – κατάθεση ψυχής του ίδιου του Περέϊρα.
Το βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1994, τρεις μήνες δηλαδή πριν τη νίκη του Μπερλουσκόνι, έγινε σημείο αναφοράς όλων των αντιπολιτευόμενων. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι μόνο ένα πολιτικό ανάγνωσμα. Ο ίδιος ο Ταμπούκι αναφέρει ότι «ο Περέϊρα είναι ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα».
Ποιος είναι όμως ο Περέϊρα στην αρχή του μυθιστορήματος; Αυτοχαρακτηρίζεται γέρος. Είναι χοντρός, καρδιοπαθής και έχει υψηλή πίεση. Καπνίζει πούρα, πίνει μετά μανίας λεμονάδες με ζάχαρη και τρώει αποκλειστικά ομελέτες. Ιδρώνει συνέχεια. Συχνάζει στο καφέ Ορκίντεα κι είναι μοναχικός. Αν και έχει χάσει τη γυναίκα του, συνηθίζει να μιλάει στο πορτρέτο της. Είναι καλός καθολικός αλλά δεν πιστεύει στην ανάσταση της σάρκας, ίσως γιατί αποστρέφεται το ίδιο του το σώμα. Δεν έχει παιδιά και είναι απολιτικός. Σε τελική ανάλυση είναι δυστυχισμένος, συνηθισμένος και πεζός. Ένας φετιχιστής των αναμνήσεων.
Εξαρχής γίνεται σαφές πως η επαγγελματική του συνεργασία με τον Ρόσσι, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά πρόφαση για να συναναστρέφεται αυτόν τον νεαρό. Αναπτύσσει μια έντονα προστατευτική συμπεριφορά απέναντί του. Όλες οι νεκρολογίες του Μοντέιρο Ρόσσι είναι μη δημοσιεύσιμες καθώς έχουν επαναστατική πολιτική οπτική. Ο Περέϊρα, όμως, αντί να τον απολύσει, εξακολουθεί πάντα να τον βοηθά. Σίγουρα είναι ο γιος που δεν έκανε ποτέ. Είναι ο ίδιος του ο εαυτός την εποχή που ήταν νέος. Μήπως όμως είναι κι ένα νέο πρότυπο ζωής απέναντι στον αυταρχισμό της δικτατορίας του Σαλαζάρ;
Οι πρώτες ανησυχίες δεν αργούν να έρθουν. Ο Περέϊρα συζητά με τον φίλο του Σίλβα. Αυτός όμως προτιμά να τον εφησυχάσει λέγοντάς του ότι σε αντίθεση με το πολιτικό σύστημα των Αγγλοσαξόνων και των Αμερικανών που στηρίζεται παραδοσιακά στους θεσμούς, ο νότιος είναι ανώριμος, άρα υπακούει σε όποιον φωνάζει περισσότερο, σε όποιον διατάζει. Δεν είναι τυχαίο που ο Σίλβα είναι πανεπιστημιακός. Εκπροσωπεί μια πνευματική ελίτ του τόπου που έχει συμβιβαστεί με το καθεστώς. Ο λαός δεν μετράει καθόλου. Η κοινή γνώμη δεν μετράει καθόλου.
Ήδη, στο τρένο της επιστροφής, οι σπόροι της αμφιβολίας έχουν ριζώσει μέσα στον ήρωά μας. Έτσι, όταν συνομιλεί με μια Εβραία συνταξιδιώτισσά του της υπόσχεται ότι θα κάνει ότι μπορεί. Ουσιαστικά, δίνει μία υπόσχεση στον ίδιο του τον εαυτό. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει την αδυναμία του. O Περέϊρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία χαρακτηριστική περίπτωση αντιήρωα που καλείται να υπερβεί την «καθημερινότητά» του. Και το κατορθώνει με το να βοηθήσει τον παράνομο ξάδερφο τού Μοντέιρο Ρόσσι που έχει σκοπό να στρατολογήσει εθελοντές προκειμένου να λάβουν μέρος σε μια διεθνή ταξιαρχία, με το να του βρει κατάλυμα.
Υπάρχει όμως και μία άλλη ανάγνωση στις μη δημοσιεύσιμες νεκρολογίες του Ρόσσι. Ο Περέϊρα θέλει νεκρολογίες συγγραφέων που έχουν καταπιαστεί με το θέμα του θανάτου. Αντίθετα, ο νεαρός επαναστάτης γράφει για ενθουσιώδεις οπαδούς της ζωής. Ουσιαστικά, ακολουθεί τους δρόμους της καρδιάς του, το συναίσθημα δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν υπακούει στις εγκεφαλικές οδηγίες του Περέϊρα. Διαλέγει τη ζωή. Ο Περέϊρα όμως ζει παρέα με το θάνατο. Σίγουρα, δεν έχει επεξεργαστεί πλήρως το πένθος του από το χαμό της γυναίκας του, δεν έχει πει αντίο στην περασμένη του ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μοιάζει με ζωντανό νεκρό. Συγχρόνως, τα προβλήματα της υγείας του επιδεινώνουν την άσχημη ψυχολογία του. Κι όμως. Η συναναστροφή με δύο νέους ανθρώπους τον αναζωογονεί και τελικά τον αφυπνίζει πνευματικά και υπαρξιακά. Καταλήγει να βλέπει στον ύπνο του όμορφα όνειρα από τη νιότη του. Η δε απόφασή του να νοσηλευτεί για μία εβδομάδα στην θαλασσοθεραπευτική κλινική Παρέντε είναι μια μάχη ενάντια στην παραίτηση. Ανακαλύπτοντας ξανά το σώμα του, επανέρχεται πίσω στη ζωή.
Κάπου εδώ γίνεται η συνάντηση του Περέϊρα με τον μυθιστοριογράφο Ακιλίνο Ριμπέιρο και τον πρωτοποριακό γραφίστα Μπερνάρντο Μαρκές. Δεδομένων των συνθηκών, ο πρώτος ήθελε να φύγει στο εξωτερικό και ο δεύτερος να σταματήσει να σχεδιάζει. «Η Πορτογαλία είναι περήφανη που έχει δύο καλλιτέχνες σαν κι εσάς, σας έχουμε όλοι ανάγκη», τους λέει ο ήρωάς μας. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των διανοούμενων στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών και σαφώς προκύπτει πως οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να έχουν ενεργή συμμετοχή στα κοινά, ειδικά σε ταραγμένες εποχές.
Ο Περέϊρα όμως δεν επηρεάζεται μόνο από τον Μοντέιρο Ρόσσι και την Μάρτα. Η συνάντησή του με τον δόκτορα Καρντόζο είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία του. Μεταφράζοντας για την «Λισμπόα» ένα διήγημα του Μπαλζάκ με θέμα την μετάνοια, έχει την αίσθηση πως πρέπει κι αυτός να μετανοήσει για κάτι. Δεν ξέρει για ποιο πράγμα. Νιώθει την νοσταλγία της μετάνοιας, τη νοσταλγία της μεταμέλειας. Μοιράζεται τις ανησυχίες του αυτές με τον γιατρό, ο οποίος του αναπτύσσει μία επιστημονική θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν έχουμε μόνο μία ψυχή αλλά μία συνομοσπονδία ψυχών που καθοδηγείται από ένα ηγεμονικό εγώ, το οποίο μπορεί να αλλάξει, με αποτέλεσμα να αποκτήσουμε έναν νέο κανόνα ζωής. Άρα, σύμφωνα με τον δόκτορα Καρντόζο, μπορούμε να γίνουμε ένας διαφορετικός άνθρωπος. Είναι λογικό ο Περέϊρα να νιώθει πολλές ενοχές για όλες αυτές τις αλλαγές που συντελούνται μέσα του. Εξάλλου μια τόσο σύντομη μεταμόρφωση είναι πάντα επίπονη. Στο πρόσωπο όμως του γιατρού βρίσκει έναν ιδανικό φίλο που ξέρει να καθησυχάζει τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. Η διαδικασία μετάνοιας για την απολιτική αδιαφορία του καθώς και για τη νεκρή ζωή του είναι σε εξέλιξη.  
Εξίσου καταλυτικός είναι και ο ρόλος του πατήρ Αντόνιο στη ζωή του Περέϊρα. Ένθερμος υποστηρικτής των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο, τον παρακινεί να δράσει πολιτικά, λέγοντάς του ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες. Σε αντίθεση με τον φραγκισκανό ιερέα που πρέπει να υποταχτεί στην ιεραρχία της Εκκλησίας, ο Περέϊρα είναι ανένταχτος, δίχως παιδιά και σύζυγο, κατά συνέπεια ελεύθερος να ακολουθήσει τις προσωπικές του επιλογές.
Τι μπορεί να κάνει όμως ένας δημοσιογράφος σε ένα καθεστωτικό έντυπο, όταν κάθε μέρα, πριν κυκλοφορήσει η εφημερίδα, περνάει από προληπτική λογοκρισία; Έξυπνα, αντιλαμβάνεται ο Περέϊρα ότι το μήνυμα μπορεί να περάσει κωδικοποιημένο κι όποιος είναι έτοιμος να το εισπράξει, θα το αντιληφθεί. Δημοσιεύει λοιπόν ένα πατριωτικό διήγημα του Αλφόνς Ντωντέ του περασμένου αιώνα, που τελειώνει με τη φράση «Ζήτω η Γαλλία». Αντίπαλος της χώρας τότε ήταν η Γερμανία, κράτος το οποίο τρέφει συμπάθεια για την δικτατορία του Σαλαζάρ. Ο διευθυντής της εφημερίδας κάνει συστάσεις στον Περέϊρα και αρχίζει να τον ελέγχει, προτρέποντας τον παράλληλα να στραφεί σε Πορτογάλους λογοτέχνες. Δεν είναι τυχαίο που ένα αστυνομικό καθεστώς νιώθει την ανάγκη να καλλιεργήσει έναν εθνικιστικό πατριωτισμό. Ο Περέϊρα δεν είναι εθνοφοβικός. Γνωρίζει όμως πως άλλο πράγμα είναι η έννοια του Πορτογαλικού έθνους και άλλο ο φασιστικός εθνικισμός.
Πλέον η αλλαγή έχει συντελεστεί μέσα του. Σίγουρα δεν εξακολουθεί να πιστεύει πως η λογοτεχνία και η κουλτούρα γενικότερα είναι τα σπουδαιότερα πράγματα στον κόσμο. Με πατρική αγάπη φιλοξενεί τον καταζητούμενο Μονέιρο Ρόσσι, τον οποίο δεν αργούν να δολοφονήσουν οι παρακρατικοί, χτυπώντας τον μέχρι θανάτου μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ενώ είναι και αυτός παρών. Ο ήρωάς μας ενεργώντας ως εκδικητής για τον θάνατο του νεαρού, ορμώμενος από ένα ηθικό καθήκον, εξαπατά τον τυπογράφο της «Λισμπόα» και δημοσιεύει ένα άρθρο καταγγελία κατά του καθεστώτος σχετικό με την δολοφονία του Ρόσσι, θέτοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του στην παρανομία. H πράξη του αυτή αν και βαθιά προσωπική, απαντάει σ’ ένα συλλογικό αίτημα των καταπιεσμένων πολιτών της χώρας.  
Το θαύμα έχει συντελεστεί. Ο Περέϊρα γίνεται ένας «άλλος». Ο ατομικισμός του έχει εξαφανιστεί και δεν είναι πλέον αδιάφορος προς τα κοινωνικά προβλήματα. Γίνεται όμως επαναστάτης, γίνεται ήρωας; Τόσο, όσο μπορεί να είναι ένας καθημερινός, συνηθισμένος άνθρωπος που υπερβαίνει τα όριά του, βγαίνει δηλαδή από τον εαυτό του από αξιοπρέπεια και καλοσύνη. Μ’ άλλα λόγια γίνεται ένας «κατά τύχη» ήρωας.
Φεύγοντας από το σπίτι του, μαζί με το πλαστό διαβατήριο παίρνει και το πορτρέτο της γυναίκας του. «Θα σε πάρω μαζί μου», της λέει. «Είναι προτιμότερο να έρθεις μαζί μου».

Μαρία Βρέντζου      

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Λέσχη Ζ-2

Την Κυριακή 21/10/2012, στην δεύτερη συνάντηση της ΛΑΗ μιλήσαμε για το βιβλίο του Luis Sepulveda, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (Opera). Την παρουσίαση έκανε ο Γιάννης Ζερβάκης.

Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης




του Luis Sepulveda
Η συνταγή μιας καλής ιστορίας: Να έχει θέμα με έρωτα και αίμα…. Το τραγούδαγε την δεκαετία του 80 γνωστός στιχοποιός.
Είναι μια ιστορία αγάπης το αφήγημα του πολιτικοποιημένου Σεπούλβεδα;
Έτσι τουλάχιστον νομίζεις από τον τίτλο.
Το προλογικό σημείωμα έρχεται να σε προσγειώσει, αναγγέλλοντας την δολοφονία του ακτιβιστή Τσίκο Μέντες στην ζούγκλα του ανατολικού Εκουαδόρ στα σύνορα με την Βραζιλία, από συμμορίες δολοφόνων,  κουστουμάτους «προοδευτικούς», και αγωνιστές οικολόγους. Ακολουθεί ο χαιρετισμός στον Μιγκέλ Τσένκε παρουσιάζοντας τον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου, την φυλή των Σουάρ του Σούμπι στον ποταμό Άνω Ναγκαρίτσα, παραπόταμο του Αμαζόνιου.
Το βιβλίο Γράφηκε στα 1987 και 1988 μεταξύ Αρτόρε ( Γιουγκοσλαβίας ) και Αμβούργου (Γερμανίας ) όπως  μας πληροφορεί στην τελευταία σελίδα ο συγγραφέας.
 
Ο Φρανσίσκο («Τσίκο») Μέντες (1944-1988)
Από: tovima.gr/culture/article .
 «Αν κάποιος αγγελιοφόρος εξ ουρανού έρχονταν να μου εγγυηθεί ότι ο θάνατος μου θα βοηθούσε τον σκοπό μας, νομίζω ότι θα άξιζε τον κόπο». Ο Φρανσίσκο Μέντες, ο πρώτος αληθινός μάρτυρας του οικολογικού κινήματος δολοφονήθηκε το 1988 από τον  Alves ba Silva μεγαλογαιοκτήμονα «τροπικής γης» και τον γιο του Alves Pereira. Ηγέτης του σωματείου των εργατών στις φυτείες καουτσούκ, ο Βραζιλιάνος «Τσίκο» έθεσε σκοπό της ζωής του την προστασία του Αμαζονίου και των ινδιάνων ιθαγενών από την επέλαση των υλοτόμων και των κτηνοτρόφων. Και ο θάνατος του «άξιζε τον κόπο».
 Συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή στην οικολογική καταστροφή της περιοχής και αφύπνισε τους περιβαλλοντολόγους από όλες και σε όλες τις απειλούμενες γωνιές του πλανήτη. 

 Ο Ριμπέιρο  Ντα Σίλβα Και η σύζυγος του Μαρία Ντο εσπιρίτο Σάντο (1959 – 2011)
   Από: topontiki.gr/article/17708.
 «Βρίσκομαι εδώ και σας μιλώ και σε ένα μήνα μπορεί θα ακούσετε  ότι εξαφανίστηκα. Είμαι αποφασισμένος όμως να προστατεύσω το δάσος με κάθε κόστος Αυτός είναι ο λόγος που ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθώ δολοφονημένος με μια σφαίρα στο κεφάλι….. ¨Όσο έχω τη δύναμη να περπατώ, θα καταγγέλλω όλους εκείνους που καταστρέφουν το δάσος». Η ομιλία του αποδείχθηκε δυστυχώς, προφητική.
Ο Ντα Σίλβα και η σύζυγος του Μαρία Ντο Εσπιρίτο Σάντο δολοφονήθηκαν στις 24 Μαΐου 2011. Ο 52χρονος ακτιβιστής ήταν εργάτης καουτσούκ, περικυκλώθηκε από ενόπλους που είχαν αγοράσει συμβόλαιο θανάτου από τους μαφιόζους που λυμαίνονται το αρχέγονο δάσος καθώς επέστρεφε στο σπίτι, με την σύζυγο του. Τους εκτέλεσαν και τους δύο εν ψυχρώ και σύμφωνα με ταγο του ο θανλς του  ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι δολοφόνοι του έκοψαν το αυτί για το παραδώσουν στους εντολείς τους. Η δολοφονία του Ριμπέιρο Ντα Σίλβα 23 χρόνια μετά την δολοφονία του ακτιβιστή Τσίκο μέντες και παρά την  δημοσιότητα της δεν σταμάτησε την δράση  των συμμοριών που λυμαίνονται τον πλούτο του Αμαζονίου, ούτε τις δολοφονίες.

Στην έκθεση του 2008 της Επιτροπής Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βραζιλίας Ο Ντα Σίλβα ήταν ένας από τους εκατοντάδες ακτιβιστές που βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο ζωής. Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης  CRT ( Catholic Land Pastoral ) μετά την δολοφονία του Μέντες περισσότεροι από 1150 ακτιβιστές, αγρότες, δικαστές, εργάτες ιερωμένοι έχουν δολοφονηθεί στην προσπάθεια τους να προστατέψουν τον πλούτο του Αμαζόνιου.
Η καταστροφή ξεκινά συστηματικά από το 1970. Κάθε χρόνο καίγεται, κόβεται και καταστρέφεται έκταση από 13.000 έως 30.000 Km2.

Η φυλή των Σουάρ του Σούμπι.
(Ανθρωπολογικά στοιχεία από την φυλή Σουάρ και από την παραμονή του Αντόνιο Μπολίβαρ σ΄αυτή).
Στην φυλή Σουάρ είχαν σαν έθιμο να ετοιμάζουν πολεμιστές για να σκοτώνουν δολοφόνους  και να κρατάνε τα κεφάλια τους τα οποία με μια τεχνική συγκεκριμένη  - την tsantsa – τους αφαιρούσαν τα κόκκαλα και έμενε μόνο το δέρμα τους.
Τα συρρικνωμένα κρανία όπως τα λένε. ( Βλέπε: Μουσείο Ντελ Μπάνκο.)
Από την Σελίδα 54 Του βιβλίου: «Έπρεπε λοιπόν να σκοτώσει τον άνθρωπο με ένα δηλητηριασμένο βέλος από φυσοκάλαμο, αφού θα του είχε δώσει την δυνατότητα να παλέψει με θάρρος. Όταν το κουράρε θα τον έκανε να παραλύσει, όλο του το θάρρος θα έμενε για πάντα στην έκφραση του, συγκεντρωμένο εσαεί στο συρρικνωμένο του κεφάλι, με την μύτη, το στόμα και τα βλέφαρα του ραμμένα για να μην μπορεί να φύγει».
Την μετά θάνατο γαλήνη ζητά από τον Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο ο φίλος του ο Νουσίνιο  με το στήθος ανοιγμένο στα δύο από την τουφεκιά των εισβολέων.
 « Δε θα φύγω ήσυχος, κουμπάρε. Όσο το κεφάλι του δεν θα κρέμεται από ένα κλαρί, θα γυροφέρνω σαν τυφλό πουλί και θα κουτουλάω στα δέντρα. Βοήθησε με κουμπάρε.»
 Αρχέγονο δίκαιο, έθιμο, άλλωστε πώς αλλιώς μπορεί να προστατευτεί η κοινότητα των Σουάρ από τους εισβολείς;
«Το θεώρησε δίκαιο να ξεπληρώσει το χρέος του και παίρνοντας μαζί του ένα φυσοκάλαμο, διέσχισε το ποτάμι κολυμπώντας, κι έπιασε να κυνηγάει άνθρωπο για πρώτη φορά στη ζωή του.»
 Μόνο που μια μάχη δεν εξελίσσεται πάντα σύμφωνα με τα  έθιμα, τους νόμους ή την θέληση.
 « Χωρίς να δίνει σημασία στα ουρλιαχτά του τον έσυρε από τους αστραγάλους ως το ποτάμι » . Όμως, αφού δεν σεβάστηκε  τους εθιμικούς κανόνες δικαίου έστω και μία φορά, δεν είχε θέση πια στην κοινότητα.
Δεν ήταν αρκετή η δικαιοσύνη αφού  δεν συντάσσονταν  με την  συλλογική συνείδηση με την αποδοχή της πράξης από την κοινότητα.
«Δεν είχε ατιμωθεί μονάχα, αλλά ήταν και υπεύθυνος για την αιώνια δυστυχία του φίλου του.»
 Είχε μάθει καλά τις τελετουργίες και τα μυστικά αυτού του λαού. « Τιμούσε και αυτός καθημερινά τα συρρικνωμένα κεφάλια  των εχθρών που είχαν σκοτωθεί σαν άξιοι πολεμιστές κι έψελνε μαζί με τους αμφιτρύωνες τα ανέντ, άσματα ευχαριστιών για το θάρρος, που τους μεταγγίζονταν έτσι, και προσευχές για διαρκή ειρήνη» σελ.49.
Δεν ήταν μονάχα η καθημερινότητα, ήταν και η συμμετοχή του σε κάθε εκδήλωση «αποχαιρετισμού» των υπερήλικων, καθώς και η μετέπειτα διαδικασία συλλογής των οστών όσων γερόντων είχαν «αναχωρήσει» και μάλιστα χωρίς καν να νοιάζονται για  σύνταξη γήρατος. (καθαρισμός του δάσους)
 Γνωρίζουν οι Σουάρ πως  οι ηλικιωμένοι καταναλώνουν χωρίς να παράγουν  και  στις μετακομίσεις γίνονται βάρος.
« Ήδη μόλις έκλειναν τρία χρόνια στο ίδιο μέρος, μετοικούσαν, επιτρέποντας έτσι στην φύση να συνέλθει».
Οι συνήθειες  αυτές ήταν απαραίτητες  στην δημογραφική ισορροπία, οι νέοι αποτελούν τα αναγκαία εργατικά χέρια, αλλά και στην  επάρκεια  των διατροφικών πόρων του συνόλου.
 Μια Σχετική ταινία είναι « Η μπαλάντα του Ναραγιάμα » Σκηνοθεσία: Σοχέι Ιμαμούρα.
Γλαφυρότατη είναι η περιγραφή για την θέση του έρωτα και την λατρεία του σώματος της σελίδας 50.
  
Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο
Ο γέρος της ιστορίας  γεμάτος αποτυχίες στην προσωπική του ζωή, στείρος, διαβιεί παρασιτικά μολύνοντας με την ύπαρξη του το περιβάλλον. Δεν διαφέρει από τους καταπατητές, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή τους. Καταπατητής και ο ίδιος σ΄ όλη του την πορεία.
Μέχρι που γίνεται φονιάς. Μόνο ένας φονιάς διατηρεί το όπλο του θύματος με το οποίο τον σκότωσε, σαν λάφυρο. Οι ιστορίες αγάπης είναι το καμουφλάζ για να κρύβει αυτές του τις αποτυχίες.
Μόνο ένας εκπαιδευμένος φονιάς μπορεί να σκοτώσει τον οσελότο και ο δήμαρχος το ξέρει καλά και έχει δίκιο. Σκοτώνοντας το ζώο ο γέρος αποτέλειωσε ότι είχε απομείνει στην συνείδηση του  και ξαναγυρίζει στις ιστορίες του μπας και ξεχάσει όπως λέει  την βαρβαρότητα των ανθρώπων, και την δική του, λέω εγώ.
Πετώντας το άψυχο ζώο στο ποτάμι και στην συνέχεια και το όπλο νομίζει πως σβήνει τα ίχνη του όπως έκαναν οι Σουάρ όταν τον εξαπόστελλαν από εκεί που ήρθε. Νομίζει πως ξεπλένονται τα ανομήματα του και των ομοίων του. Λογάριαζε όμως χωρίς την αφήγηση του Μιγκέλ Τσένκε και την γραφή του Luis Sepulveda.

Luis Sepulveda
Έξι μήνες παραμονής στους Σουάρ, σίγουρα δεν έμενε σε hotel, και οι αφηγήσεις του Μιγκέλ Τσένκε στάθηκαν αρκετές για να γεμίσουν το βιβλίο με θάνατο και υγρασία. Το πόσο επηρεάστηκε  ο  συγγραφέας από αυτή την εμπειρία αφορά τον προβληματισμό και την συνειδητότητα του κάθε ενός κατοίκου Γής που θα διαβάσει το βιβλίο.
Σκαλίζοντας αδιάκριτα το παρελθόν και το παρόν του συγγραφέα, το πέρασμα του από την  πολιτική δράση, με τις κάθε φορά εκφράσεις του σε θεατρικά και δημοσιογραφικά, από την αυλή του Αλιέντε μέχρι τις Ταξιαρχίες του Μπολίβαρ, τον Ακτιβισμό, αλλά και την έμπρακτη συμπαράσταση που του προσέφεραν οργανώσεων όπως η Διεθνής Αμνηστία αλλά και προσωπικότητες  στους δύσκολους καιρούς της φυλακής,   φαίνεται πως καταλήγει   σ΄ ένα συνεχιζόμενο γράψιμο κι άλλων αξιόλογων βιβλίων.  Παραμένει όμως πάντα πρώτο το      « Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης».
Η γραφή ακολουθεί τον αφηγηματικό τρόπο γεμάτη εικόνες, αναμνήσεις ,γεγονότα  προσδοκίες,  με αρκετό χιούμορ, με στοιχεία ουμανισμού και ουτοπίας εξάλλου όπως λέγεται, η λογοτεχνία είναι η φαντασίωση να αλλάξουμε τον κόσμο.
Διακόσια χρόνια ανολοκλήρωτης επανάστασης στην Λατινική Αμερική από τα θρύψαλα της επανάστασης του Σιμόν Μπολίβαρ (1783-1832) μέχρι τις μέρες μας ( Πινοσέτ, Μάρκος, Περόν, Ζοάο Χαβελάντζε αλλά και οι Περόν, Βάργκας, Αλιέντε κ.α.) τα όσα έχει περάσει και περνά αυτή η ήπειρος ήταν αδύνατο να μην θρέψουν μεγάλους ποιητές και λογοτέχνες.
Ο συγγραφές μιλάει πάντα με ονόματα, για την ζωή των προγραμμένων, των ηττημένων, και με ευρωπαϊκούς όρους, των Λούμπεν, εναλλακτικές φωνές που θέτουν σε αμφισβήτηση την λογοτεχνική κουλτούρα.

Στο βιβλίο του «Η τρέλα του Πινοσέτ» διαβάζουμε:
« Δεν έχω πρόθεση να χαθώ στις παλιές αμφιβολίες που τυράννησαν και οδήγησαν σε σκέψεις τους αρχαίους φιλοσόφους, ούτε να πειραματιστώ με άλλες αμφιβολίες που δεν είναι κατ΄ ανάγκη οι καταλληλότερες για να βαδίσει κανείς στο μοναδικό δυνατό δρόμο, αυτού της γραφής, σ΄ αυτό το χαράκωμα  έφτασα όταν όλα τα άλλα είχαν γκρεμιστεί και κατέληξα να σκεφτώ ότι δεν υπήρχε πια κανένας τρόπος για αντίσταση.
Από τον Γκιμαράες Ρόσα έμαθα πως  «αφήγηση σημαίνει αντίσταση» και σ΄ αυτό το χαράκωμα της γραφής αντιστάθηκα κατά της απάρνησης των αξιών, που έχουν εξανθρωπίσει τη ζωή και λέγονται αδελφικότητα, αλληλεγγύη, αίσθημα δικαιοσύνης.»

Επειδή από όσα βιβλία του Luis Sepulveda διάβασα, διαπίστωσα πως είναι πανταχού απών η θρησκεία και οι εκπρόσωποι της,  θα ήθελα σαν επίλογο σ΄ αυτό το κείμενο, την ανάγνωση του τέταρτου λόγου από το άρθρο του Εντουάρντο Γκαλεάνο (Ουραγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος) : «Τέσσερις ισχυρισμοί που κάνουν την μύτη του Πινόκιο να μεγαλώνει» μία άλλη εκδοχή της εισφοράς των θρησκειών στον σεβασμό  τούτου του πλανήτη.



Το κείμενο γράφτηκε από τον Γιάννη Ζερβάκη τον Οκτώβριο του 2012 στην λέσχη ανάγνωσης Ηρακλείου.              


Οικολογικά στοιχεία γενικά

  Στην έκθεση  του Gaia Foundation το 2012  που συντάχθηκε με την συμμετοχή περιβαλλοντολογικών οργανώσεων από όλον τον κόσμο, την τελευταία δεκαετία οι εξορύξεις σιδηρομεταλλεύματος έχουν αυξηθεί 180%, κοβαλτίου 165%, λιθίου 125%, άνθρακα 44%. Δυναμικές είναι οι ανερχόμενες οικονομίες Ινδία, Βραζιλία, Κίνα, Ρωσία. Η Κίνα πραγματοποιεί επιθετικές επενδύσεις στην Αφρική. Χρησιμοποιεί το 53% του παγκόσμιου τσιμέντου το 47% του σιδηρομεταλλεύματος και το 46% του άνθρακα.
 Η κρίση  του 2008 οδήγησε τους επενδυτές κατ΄αρχή στις επενδύσεις τροφίμων και στην συνέχεια στην αγορά ορυκτών, πετρελαίου, και αερίου με αποτέλεσμα την έξαρση της εξορυκτικής δραστηριότητας.
Κοινότητες της Λατινικής Αμερικής της Αφρικής και της Ασίας έχασαν την γη τους.
Εκατομμύρια  κυβικά μέτρα νερού κατασπαταλήθηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες δάσους αποψιλώθηκαν, πηγές νερού δηλητηριάστηκαν, υπέδαφος και αέρας μολύνονται γεωμετρικά.
Παράλληλα με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δολοφονούν ακτιβιστές και επικρατούν συνθήκες σκλαβιάς σε χιλιάδες εργάτες που προσπαθούν να επιβιώσουν στις πετρελαιοπηγές και στα ορυχεία.
Το Νοέμβριο του 2011 ο 25χρονος Christian Ferreira  πυροβολήθηκε στο κεφάλι μπροστά στο σπίτι του στο  San Antonio της Αργεντινής ανήκε στον συνεταιρισμό των αγροτών και αρνήθηκε να παραχωρήσει την γη του στις μεγάλες φυτείες σόγιας. Η παραγωγή σόγιας ελέγχεται από  την Monsanto.
Το 1993 στο Δέλτα του Νίγηρα όταν οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και έδιωξαν την Shell από την γη τους ακολούθησε μια περίοδος τρομοκρατίας με κορυφαία την δολοφονία του ακτιβιστή Ken Saro-wiwa  το 1995.
Στο τέλος αυτού του κειμένου η συνημμένη σελίδα είναι η ανταπόκριση του  BBC από την δολοφονία της αδελφής Ντόροθυ Σταγκ αγωνιζόταν  για την σωτηρία του Αμαζόνιου.

  Η Αμαζονία σε αριθμούς:
  Από την: kathimerini.gr/article .
·  Η έκταση της είναι 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα από τα οποία το τροπικό δάσος είναι 3,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η χερσαία έκταση της Ελλάδας είναι 132.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
·  Εννέα χώρες διασχίζει ο Αμαζόνιος: Βραζιλία, Βολιβία, Κολομβία, Ισημερινός, Γουιάνα, Γαλλική Γουιάνα, Περού, Σουρινάμ και Βενεζουέλα.
·  6.848 χιλιόμετρα είναι το μήκος του Αμαζόνιου ποταμού. Μήκος πού αντιστοιχεί στην απόσταση Νέα Υόρκη – Βερολίνο.
·  15.000 περίπου ποτάμια διασχίζουν το δάσος του Αμαζόνιου.
·  Στην περιοχή του Αμαζόνιου υπάρχει το 20% του γλυκού νερού ολόκληρου του πλανήτη, το 30% της βιοποικιλότητας, 5.000 περίπου αναγνωρισμένα είδη δέντρων, 300 αναγνωρισμένα είδη θηλαστικών, πάνω από 1.300 αναγνωρισμένα είδη πουλιών, 2.500 – 3.000 είδη ψαριών, 10 – 15 εκατομμύρια είδη εντόμων, 21 εκατομμύρια κάτοικοι και πάνω από 400 φυλές αυτοχθόνων.
·  Σε ένα εκτάριο τροπικού δάσους υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη δέντρων.
·  Έχουν αναγνωριστεί 650 είδη φυτών με φαρμακευτικές ιδιότητες και οικονομική αξία.
·  57 είδη υπό εξαφάνιση, συμπεριλαμβανομένου του Ιαγουάρου, ζουν στον Αμαζόνιο.
Τι συμβαίνει όταν χάνεται ένα δέντρο στον Αμαζόνιο.
Δεκάδες είδη πανίδας (Ασπόνδυλα-έντομα, αράχνες σκουλήκια αλλά και σπονδυλωτά ζώα, από βατράχους μέχρι πουλιά και θηλαστικά) και χλωρίδας ( κλιματίς, επίφυτο, ορχιδέα, αναρριχητικά φυτά) φιλοξενούνται σε κάθε δέντρο του Αμαζονίου. Έχει αποδειχθεί π.χ. ότι σε ένα δέντρο μπορούν να φιλοξενούνται έως και 72 είδη μυρμηγκιών. Όλα αυτά τα είδη εξαρτώνται από το δέντρο για να βρουν τροφή. Όταν λοιπόν αυτό κόβεται ή καίγεται, τα περισσότερα είδη της πανίδας το εγκαταλείπουν πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Κάποια άλλα μένουν και πεθαίνουν.
Επειδή το ένα είδος βασίζεται σε άλλα για τροφή και καταφύγιο, αλλά και για την αναπαραγωγή του η καταστροφή του ενός οδηγεί στη διατάραξη της αναπαραγωγικής διαδικασίας και στην δυσκολία αναζήτησης τροφής σε μια σειρά άλλα είδη. «Αν για ένα δέντρο που χάνεται συμβαίνουν όλα αυτά, φανταστείτε τι μπορεί να γίνει όταν χάνονται 29 δέντρα ανά λεπτό, όπως συνέβη τη χρονική περίοδο από τον Αύγουστο του 2003 ως τον Αύγουστο του 2004» λέει η Greenpeace.






           

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Λέσχη Ζ-1

Την Κυριακή 30/9/2012 στην πρώτη συνάντηση της ΛΑΗ της νέας περιόδου μιλήσαμε για το βιβλίο του James Joyce : Το Παρτραίτο ενός Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία (εκδόσεις Πατάκη). Την παρουσίαση έκανε η Ελένη Κουφάκη. Συντονίστρια της ΛΑΗ αυτή την περίοδο είναι η Μαρία Βρέντζου.

Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία



του James Joyce
«Να ανακαλύψεις τον τρόπο εκείνο της ζωής ή της τέχνης όπου το πνεύμα σου θα μπορεί να εκφράζεται με απεριόριστη ελευθερία» (σελ. 415)
Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα James Joyce, το οποίο ολοκλήρωσε σε ηλικία 32 ετών το 1914 στην Τεργέστη όπου ζούσε αυτοεξόριστος. Το μυθιστόρημα μπορεί να καταταγεί εύκολα στην κατηγορία του Bildungsroman, στις σελίδες του δηλαδή εξιστορείται μια ιστορία ενηλικίωσης, μια ιστορία όπου το άτομο (και πιο συγκεκριμένα ο καλλιτέχνης), μεγαλώνοντας και συλλέγοντας εμπειρίες, συχνά μέσα από αντίξοες συνθήκες, καταφέρνει στο τέλος να διαμορφώσει μια προσωπικότητα όπως ο ίδιος την επιθυμεί και με την οποία θα πορευτεί στο μέλλον. Στο βιβλίο, το οποίο θεωρείται ημι-αυτοβιογραφικό καθώς πολλά από αυτά που περιγράφονται συμπίπτουν με πραγματικά περιστατικά από τη ζωή του συγγραφέα, ο Joyce μας μεταφέρει από την παιδική ηλικία του ήρωα του, του Στήβεν Δαίδαλου, στην δύσκολη εφηβεία του και έπειτα στην ενηλικίωση του, η οποία συνοδεύεται από την απόφαση non serviam: δύο λέξεις που όχι μόνο ορίζουν το παρόν και το μέλλον του Στήβεν ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη, αλλά που αποτελούν το ουσιαστικό μήνυμα του βιβλίου.
Στο πλαίσιο της λογοτεχνικής παράδοσης όμως το μυθιστόρημα αυτό έχει μια επιπρόσθετη αξία κι αυτό γιατί ανήκει στα πλέον σημαντικά έργα του κινήματος του μοντερνισμού, το οποίο ήταν υπό διαμόρφωση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία κατά βάση καταργεί τις συμβάσεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, προβάλλοντας μεταξύ άλλων την ανάγκη της ενδοσκόπησης, την ύπαρξη υποκειμενικής και όχι αντικειμενικής αλήθειας, τη μη γραμμική πλοκή,  και την «θολή» και συμβολική γλώσσα, η οποία μεταφέρει πολλαπλά μηνύματα ταυτόχρονα. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σαφώς εμφανή στο Πορτραίτο: η γλώσσα έχει κυρίαρχη σημασία αφού μέσω του αριστοτεχνικού χειρισμού της από τον Joyce μπορεί κανείς να εννοήσει καλύτερα την υποκειμενικότητα της εμπειρίας του πρωταγωνιστή. Η γλώσσα γίνεται δηλαδή το μέσο με το οποίο βυθιζόμαστε στη συνείδηση του ήρωα και η οποία «μεγαλώνει» μαζί του.  Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην αρχή γλώσσα και σκέψεις προσομοιάζουν μικρού παιδιού, αργότερα γίνονται πιο απαιτητικές, καλώντας μας να ακολουθήσουμε την εξελικτική πορεία του πρωταγωνιστή. Επίσης, παρά την τριτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο τον Στήβεν ως αφηγητή της ιστορίας, και αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός κατεξοχήν εργαλείου του μοντερνισμού, της συνειδησιακής ροής: με αυτόν τον τρόπο οι αναμνήσεις του παρελθόντος και οι σκέψεις για το μέλλον ανακόπτουν τη γραμμική πορεία της αφήγησης. Η άρνηση του Joyce να συμπορευθεί με τις τότε ισχύουσες λογοτεχνικές συμβάσεις και η επιθυμία να συμβάλει στην ανανέωσή τους είναι άλλωστε εμφανής και στο ίδιο το κείμενο όταν ο Στήβεν μονολογεί με τον εαυτό του: «Του άρεσε λοιπόν το ρυθμικό κυμάτισμα των λέξεων περισσότερο από τις αναφορές τους σε ιστορίες και χρώματα; Ή μήπως, όντας αμβλυωπικός στην όραση όσο και επιφυλακτικός κατά το πνεύμα, έβρισκε λιγότερη ευχαρίστηση στην απεικόνιση του διάπυρου αισθητού κόσμου μέσα από το πρίσμα μιας γλώσσας πολύχρωμης και πλούσιας σε παραστάσεις, απ’ όσο στη θεώρηση ενός έσω κόσμου προσωπικών συναισθημάτων που καθρεφτίζεται τέλεια στις διαυγείς, ευλύγιστες  περιόδους του πεζού λόγου;» (σελ. 288)
Πέρα όμως από τις λογοτεχνικές αξιώσεις του Πορτραίτου όσον αφορά τα καινοτόμα χαρακτηριστικά του σε επίπεδο λόγου, εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό γίνεται όχημα για να εκφράσει ο συγγραφέας ιδέες που έχουν σχέση με την καλλιτεχνική φύση και δημιουργία και να σχολιάσει τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του, από την οπτική πάντα ενός καλλιτέχνη εν τη γενέσει. Ήδη από τον τίτλο του μυθιστορήματος γίνεται αντιληπτό και το κέντρο βάρους αφού ο Στήβεν Δαίδαλος στην πορεία του προς την καλλιτεχνική αυτοπραγμάτωση μοιάζει να είναι όχι μόνο το κεντρικό πρόσωπο αλλά και το μοναδικό που έχει σημασία: οι υπόλοιποι χαρακτήρες, η οικογένεια του, οι φίλοι και συμμαθητές του, εκφράζοντας μια διαφορετική συμβατική άποψη της ζωής ο καθένας, απλά περιστρέφονται γύρω του χωρίς να τον επηρεάζουν ουσιαστικά. Το ίδιο το όνομα του μοιάζει να τον προετοιμάζει για κάτι ξεχωριστό στη ζωή αφού είναι συνδυασμός του ονόματος του πρωτομάρτυρα Αγίου Στεφάνου και εκείνου του Μινωίτη τεχνίτη Δαίδαλου. Ο μυθικός αυτός ήρωας είναι σημείο αναφοράς για τον νεαρό Στήβεν  αφού ταυτίζεται με τον καλλιτέχνη εκείνο που επιδιώκει να σπάσει τα δεσμά, της φυλακής στην περίπτωση του μύθου, της σύμβασης όσον αφορά τον Στήβεν. Για να επέλθει όμως η συνειδητοποίηση της ουσίας της καλλιτεχνικής φύσης μαζί με ό,τι αυτή συνεπάγεται, ο δρόμος είναι δύσκολος και μακρύς για τον νεαρό ήρωα του βιβλίου, ειδικά όταν μεσολαβεί το κρίσιμο στάδιο της εφηβείας. Πριν ακόμα όμως ο έφηβος Στήβεν αρχίσει να περιδιαβαίνει το Δουβλίνο με έντονη την αίσθηση της απομόνωσης, γίνεται σαφής αναφορά στη διαφορετικότητα του. Ήδη από την προεφηβική ηλικία και τη φοίτησή του στο κολλέγιο των Ιησουιτών Clongowes ο Στήβεν αντιλαμβάνεται ότι λίγο μοιάζει με τους αθλητικούς, γεροδεμένους συμμαθητές του ενώ παράλληλα γίνεται στόχος εκφοβισμού και κακομεταχείρισης. Μόνος υφίσταται την αδικία, όπως και μόνος την καταγγέλλει, όταν νιώθει πως έτσι είναι το σωστό να πράξει. Καθ’ όλη την πορεία της ενηλικίωσης του και μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου, η μοναξιά συνοδεύει τον ήρωα και γίνεται η επιβεβαίωση της αντισυμβατικότητας του. Ο Στήβεν αποφασίζει από νωρίς να αγνοήσει τις σειρήνες που θα τον έκαναν να παρεκκλίνει από μια ζωή έτσι όπως την επιθυμεί ο ίδιος: «Οι φωνές αυτές βομβούσαν τώρα υπόκωφα στα αυτιά του. Όταν ξεκίνησε γυμναστήριο, άκουσε μιαν άλλη φωνή να του λέει να είναι  δυνατός και αρρενωπός και υγιής, και όταν άρχισε να πηγαίνει στο κίνημα για την εθνική αναγέννηση μια άλλη φωνή του ζήτησε να αγαπά την πατρίδα του και να συνδράμει στην αποκατάσταση της εθνικής γλώσσας και στην αναβίωση των παραδόσεων της. Στις επίγειες υποθέσεις ο Στήβεν προέβλεπε ότι μια εγκόσμια φωνή θα τον προέτρεπε να εργαστεί σκληρά για την οικονομική αποκατάσταση του δεινά χειμαζόμενου πατέρα του και, στο μεταξύ, η φωνή των συντρόφων του στο σχολείο τον παρότρυνε να είναι εντάξει παιδί, να υπερασπίζεται τους άλλους όταν κατηγορούνται, να ζητάει την απαλλαγή τους, και να κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να έχουν οι μαθητές ελεύθερες ώρες. Η βοή απ’ όλες αυτές τις φωνές τον έκανε συχνά να σταματά αναποφάσιστος το κυνήγι των φαντασμάτων του. Τους έδινε για λίγο προσοχή, αλλά ήταν ευχαριστημένος όταν βρισκόταν μακριά τους, όταν δεν τον έφταναν, όταν ήταν μόνος ή με συντροφιά τους φασματικούς του συντρόφους» (σελ. 151). Υπό την έννοια ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να αποστασιοποιηθεί από το κοινωνικό σύνολο για να καταγράψει τις παθογένειες και τις αρετές του και να τις μετουσιώσει σε καλλιτεχνική δημιουργία, ο Στήβεν είναι ενσυνείδητα μόνος από πολύ νωρίς.
Μόνος του λοιπόν αντιπαλεύει, μόνος του αποκρίνεται non serviam-ου δουλεύσω σε πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Από τις τρεις αυτές σειρήνες, η θρησκεία είναι αναμφισβήτητα εκείνη που καταφέρνει να περάσει την πιο στενή θηλιά στο λαιμό του Στήβεν. ‘Έχοντας βιώσει έντονα την προπαγάνδα και τον εκφοβισμό του Καθολικισμού στα Ιησουιτικά κολλέγια που μαθήτευσε και που περιγράφονται στο βιβλίο αν όχι ως άλλος τόπος μαρτυρίου τουλάχιστον ως τόπος κατάπνιξης της δημιουργικότητας , της ελεύθερης έκφρασης και της σεξουαλικότητας, και μετά από ένα σύντομο πισωγύρισμα, ο Στήβεν αποφασίζει ότι μια θρησκευόμενη και θρησκόληπτη ζωή δεν του ταιριάζει: «Ήταν η μοίρα του να μην μπορεί να ενταχθεί σε κοινωνικές ή θρησκευτικές ομάδες. Η σοφία της έκκλησης του ιερωμένου δεν τον άγγιζε βαθιά. Ήταν η μοίρα του να μάθει τη δική του σοφία μακριά από τους άλλους ή να μάθει τη σοφία των άλλων αλλά μόνος του, περιπλανώμενος ανάμεσα στις παγίδες του κόσμου» (σελ. 279). Το κάλεσμα της καλλιτεχνικής του φύσης ακολουθεί αμέσως μετά την απόρριψη της  ψυχρής και μουντής ζωής που θα συνεπαγόταν μια σταδιοδρομία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σε μια παραλία και παρατηρώντας μια γυναικεία μορφή (κάλεσμα στη σεξουαλικότητα και τη δημιουργία), ο Στήβεν εν είδει επιφάνειας συνειδητοποιεί τον πραγματικό προορισμό της ζωής του: «Η ψυχή του είχε αναστηθεί από τον τάφο των παιδικών του χρόνων, πετώντας από πάνω της τα σάβανα. Ναι! Ναι! Ναι! Θα δημιουργήσει με περηφάνια, , με την ελευθερία και τη δύναμη της ψυχής του, όπως ο μέγας τεχνίτης που φέρει το όνομα του, κάτι ζωντανό, νέο και υψιπετές και όμορφο, ασύλληπτο, ακατάλυτο» (σελ. 293).
Ο Στήβεν όμως δεν έρχεται αντιμέτωπος μόνο με τον προσηλυτισμό της Καθολικής εκκλησίας αλλά και με εκείνον των διάφορων εθνικιστικών κινημάτων που ξεπήδησαν στην Ιρλανδία στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και προανήγγελλαν την ανεξαρτησία της χώρας από το Βρετανικό ζυγό. Ο ίδιος ο Joyce ήταν ενάντιος στο κίνημα της Ιρλανδικής Αναγέννησης που αφορούσε τη λογοτεχνία και την αναβίωση της Κέλτικης γλώσσας στη χώρα του, επισημαίνοντας τη μονολιθική τους θεώρηση. Ο συγγραφέας εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός και απέναντι στους συντοπίτες του Ιρλανδούς οι οποίοι όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στην επιβολή της Βρετανικής κυριαρχίας στη χώρα τους αλλά συνεχίζουν να υπονομεύουν κάθε σοβαρή προσπάθεια για την επίτευξη της ανεξαρτησίας. Στο κάλεσμα του εθνικιστή συμφοιτητή του, Ντάβιν, να ενώσουν τις δυνάμεις τους στον αγώνα ενάντια στους Βρετανούς, ο Στήβεν ανταπαντά: «Οι πρόγονοί μου πέταξαν τη γλώσσα τους και πήραν μια άλλη…Άφησαν μια φούχτα ξένους να τους υποτάξουν. Θα πληρώσω εγώ τα δικά τους χρέη; Για ποιο λόγο;» και συνεχίζει «Δεν υπάρχει τίμιος άνθρωπος…που να έδωσε τη ζωή του, τα νιάτα του, την ψυχή του, από τον Τόουν μέχρι τον Παρνέλ, και να μην τον εγκαταλείψατε σε δύσκολη στιγμή, να μην τον παρατήσατε για κάποιον άλλον, να μην τον λοιδορήσατε…Όταν η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται σε αυτή τη χώρα, απλώνονται δίχτυα για να την εμποδίσουν να πετάξει. Μου μιλάς για το έθνος, τη γλώσσα, τη θρησκεία. Προσπαθώ να ξεφύγω από αυτά τα δίχτυα» (σελ. 346-7). Απορρίπτοντας λοιπόν ένα μονοδιάστατο εθνικισμό που αντί να πλάσει ένα νέο, δικό του ιδίωμα, μιμείται τη γλώσσα του κατακτητή, πέφτοντας έτσι στην παγίδα μιας σειράς από στείρες δυαδικότητες όπως Ιρλανδός-Άγγλος, καλός-κακός, αυτόχθων-κατακτητής, υπόδουλος-δυνάστης, ο Στήβεν αντιστέκεται στην πνευματική παράλυση του Ιρλανδικού λαού και επιλέγει το δρόμο της ελευθερίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει αυτοεξορία και καλλιτεχνική δημιουργία ταυτόχρονα.
Ούτε τα δεσμά της –προβληματικής ούτως ή άλλως- οικογένειάς του είναι ικανά να αποτρέψουν τη φυγή του Στήβεν στο εξωτερικό. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενηλικίωσης του, το οικογενειακό περιβάλλον, με τις οικονομικές δυσχέρειες, τον ανεύθυνο πατέρα και την υπερσυναισθηματική μητέρα, τον θλίβει. Αρνείται να ζήσει μια συμβατική ζωή για να μείνει κοντά τους. Αρνείται την ασφαλιστική δικλείδα της οικογένειας με τον ίδιο τρόπο που απορρίπτει θεσμούς όπως η εκκλησία και η πατρίδα. Συνοψίζει λοιπόν: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία…Δεν φοβάμαι να μείνω μόνος ή να με ρίξουν για κάποιον άλλο ή να εγκαταλείψω ό,τι πρέπει να εγκαταλείψω. Και δεν φοβάμαι να κάνω λάθος, που θα το πληρώνω μια ολόκληρη ζωή, μπορεί και στην άλλη!» (σελ. 417-8).
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις ημερολογιακές καταχωρήσεις των τελευταίων μερών του Στήβεν στη χώρα του. Η φωνή του χαρακτήρα του εδώ αποκτά ιδιαίτερη δύναμη, μιας και η τριτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Χωρίς καμία αμφιβολία πια, ο ήρωας είναι έτοιμος να προϋπαντήσει τη μοίρα του και να πραγματώσει την καλλιτεχνική του φύση: «Καλώς όρισες, ζωή! Φεύγω να συναντήσω για εκατομμυριοστή φορά την πραγματικότητα της εμπειρίας και να σφυρηλατήσω στο αμόνι της ψυχής μου την αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου» (σελ. 427). Φεύγει λοιπόν αλλά έχοντας ακόμα στο μυαλό τη φυλή του και τη συνείδησή της. Ίσως γι’ αυτό έχει σημασία ότι το μυθιστόρημα, τελειώνοντας , κάνει σχήμα κύκλου: το Πορτραίτο ξεκινάει με μια φράση από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου «Et ignotas animum dimittit in artes» (Κι έστρεψε το μυαλό του σε άγνωστες τέχνες), η οποία αναφέρεται  στον Δαίδαλο και στην απόφασή του να πειραματιστεί με το άγνωστο στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από το Μινωικό ανάκτορο. Ομοίως κλείνει με μια επίκληση του Στήβεν στον μυθικό συνονόματό του: «Αρχαίε πατέρα, αρχαίε τεχνίτη, γίνου αρωγός και συμπαραστάτης μου, τώρα και για πάντα» (σελ. 427). Σύμφωνα με τον John Paul Riquelme, έτσι όπως ο Δαίδαλος δραπετεύει από την Κνωσό για να γυρίσει σπίτι, έτσι και ο Στήβεν Δαίδαλος, αν και φαινομενικά φεύγει από το σπίτι, στην ουσία εκεί επιδιώκει να επιστρέψει, μέσω του καλλιτεχνικού του έργου.

James Joyce
O James Joyce γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882 αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, την Τεργέστη, και τη Ρώμη. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους του κινήματος του Μοντερνισμού, συχνά όμως αντιμετώπιζε δυσκολία στο να δημοσιεύει τα έργα του λόγω του προκλητικού τους περιεχομένου. Τα  σημαντικότερα έργα του είναι Οι Δουβλινέζοι (1914), Εξόριστοι (1915), Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία (1916), Οδυσσέας (1922), και Finnegans Wake (1939). Στις αρχές του 1941 ο James Joyce πεθαίνει στη Ζυρίχη από προχωρημένο έλκος.
ΠΗΓΕΣ
Deane, Seamus.  Introduction to A portrait of the artist as a young man. Middlesex: Penguin 1992.
Riquelme, John Paul. “Dedalus and Joyce writing the book themselves” in the Norton Critical Edition of The portrait of the artist as a young man. New York: W.W. Norton & Company 2007.

Ελένη Κουφάκη