Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Εξιλέωση


Συγγραφέας: ΙΑΝ McEWAN
Εκδόσεις Νεφέλη, 2002
Ξεκινώντας  την παρουσίαση του βιβλίου, θα ήθελα να κάνω μια ειδική αναφορά με πολλή αγάπη και εκτίμηση στους καθηγητές μου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Αγωγής, στο μάθημα της λογοτεχνίας, τον Χρ. Τζούλη και τον Ερατοσθένη Καψωμένο. Τα μαθήματα πραγματοποιήθηκαν στην διαδικασία για την «εξομοίωση πτυχίου» πριν από 15 περίπου χρόνια και μας άνοιξαν δρόμους να «ξεκλειδώνουμε» ένα λογοτεχνικό κείμενο και να ανακαλύπτουμε μέσα από την λογοτεχνία τις αλήθειες και την ομορφιά για τον κόσμο και τον εαυτό μας.
Ο Χρ. Τζούλης μας έλεγε ότι σύμφωνα με την ψυχολογία του βάθους, στο τόπο του ασυνείδητου, όπως και στο όνειρο και στην καλλιτεχνική δημιουργία, συμμετέχουν οι ίδιοι μηχανισμοί, οι νόμοι του ασυνείδητου: Η συμπύκνωση και η μετάθεση στο όνειρο αντιστοιχούν στη μεταφορά και στην μετωνυμία στη λογοτεχνία. Είναι η παραμόρφωση της επιθυμίας που δεν μπορούμε να τη δούμε γυμνή λόγω των κοινωνικών συμβάσεων.
Το ασυνείδητο διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία, άρα εκεί μπορούμε να βρούμε τα αίτια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εκεί, στο ασυνείδητο, περιέχονται όλα τα απωθημένα, τα απαγορευμένα, όλα τα «χαμένα».  Επιθυμίες, έρωτες, αγάπες, φιλίες, παιδικότητα, ανεμελιά, αλλά και μίσος. Το έργο τέχνης λοιπόν και εν προκειμένω η συγγραφή προσφέρει την δυνατότητα έκφρασης όλων των παραπάνω και ζωντανεύει χωρίς απαγορεύσεις όλους τους τρόπους πραγματοποίησης και  χειρισμού των δύο κυριοτέρων τάσεων  της ανθρώπινης φύσης, τις δύο πρωτογενείς ενορμήσεις μας, προς το θάνατο και προς τον Έρωτα.
Έτσι η τέχνη ελευθερώνει και συμφιλιώνει και τον δημιουργό αλλά και τον αναγνώστη ή τον κοινωνό του έργου τέχνης με όλα τα κομμάτια του εαυτού του, με το ολόκληρο, χωρίς ενοχές και απωθήσεις.
Αυτός είναι ένας τρόπος προσέγγισης που νομίζω ότι ταιριάζει πολύ και στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, καθώς παρακολουθούμε την ηρωίδα, τη Βρυώνη, σε όλη την διάρκεια του βιβλίου από την παιδική της ηλικία, όπου ήδη είναι εκκολαπτόμενη συγγραφέας ως την ενηλικίωση της, την ωριμότητα της, μέχρι και τα γηρατειά της. Παράλληλα όμως παρακολουθούμε με την ίδια λεπτομέρεια, πως εξελίσσεται η συγγραφική της ιδιότητα, πως αλλάζει και ωριμάζει μαζί της, πάντα αποτελώντας το πολυτιμότερο της καταφύγιο, στηρίζοντας την σε όλες τις δυσκολίες της ζωής της και βοηθώντας τη να χειριστεί τα πραγματικά γεγονότα ή να τα χρησιμοποιήσει ως πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Η ζωή της ηρωίδας και η καλλιτεχνική δημιουργία αλληλοτροφοδοτούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτά θεωρώ ότι είναι ο κύριος άξονας της μυθοπλασίας και νομίζω ότι  ο συγγραφέας Ιαν Μακ Γιούαν έχει πάρα πολλά κοινά σημεία ταύτισης με την ηρωίδα του.
Η Βρυώνη σαν παιδί «ποθεί ένα κόσμο τακτοποιημένο»[1], «έχει πάθος για τα μυστικά»[2], «αλλά η απλή αλήθεια είναι ότι δεν έχει μυστικά»[3]. Στα 11 της χρόνια, με την πρώτη κιόλας ιστορία της, που βασίζεται σε παραμύθια, ανακαλύπτει πως «πηγή των μυστικών είναι η φαντασία»[4]. «Οι  προσπάθειες της  βρήκαν ενθάρρυνση»[5] αλλά «ακόμα και αν δεν την επαινούσαν πάλι δεν θα την απέτρεπαν από την γραφή»[6]. «Είχε διαλέξει δρόμο της και αντλούσε ικανοποίηση σε άλλα επίπεδα»[7]. Ανακαλύπτει τις χαρές της σμίκρυνσης: «Ένας ολόκληρος κόσμος χωρούσε μέσα σε 5 σελίδες»[8]. «Ταυτόχρονα ικανοποιούσε το πάθος της για την τάξη, καθώς προσάρμοζε τον ταραγμένο κόσμο στη θέληση της»[9], όπου ο ταραγμένος κόσμος είναι θέματα δύσκολα, όπως το «διαζύγιο, η σεξουαλικότητα, η προδοσία, η ασθένεια, η κλοπή, η επιθετικότητα, το ψέμα»[10].
Στα 13 της, οι σκέψεις της είναι πιο ώριμες, λιγότερο εγωκεντρικές, πιο υποψιασμένες, και πρώτη φορά εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός, τη σκηνή στο σιντριβάνι  μεταξύ του Ρόμπυ και της αδελφής της. «Ακόμα και όταν επιτέλους βγήκε το κεφάλι της αδελφής της στην επιφάνεια, η Βρυώνη διαισθάνθηκε για πρώτη φορά πως τελείωσαν τα παραμυθένια κάστρα και οι πριγκίπισσες και στη θέση τους έμπαινε η παραδοξότητα, εδώ και τώρα, μεταξύ των ανθρώπων, η δυνατότητα να πάνε όλα στραβά – εντελώς στραβά»[11]. Δεν μπορεί λοιπόν να εξηγήσει τι βλέπει στην πραγματικότητα και διαμορφώνει ανάλογα τη συγγραφή της ιστορίας της. «Θα έγραφε τη σκηνή τρεις φορές από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το αίσθημα της ελευθερίας, η ανακούφιση που απομακρυνόταν από τον ενοχλητικό αγώνα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ανάμεσα στους ήρωες και στους κακούς την ενθουσίαζε. Κανένας από τους τρεις δεν ήταν ούτε κακός ούτε ιδιαίτερα καλός. Δεν χρειαζόταν να κρίνει, δεν χρειαζόταν να φτάσει σε ένα ηθικό δίδαγμα»[12].
Πιο αργά το ίδιο απόγευμα αποκήρυσσε την παιδικότητα στη σκηνή με τις τσουκνίδες. «Ο αποκεφαλισμός των τσουκνίδων είχε πάρει πια τη μορφή καθαρμού. Τα έβαλε με την παιδικότητα αφού δεν την χρειαζόταν πια»[13], «ξεφορτώθηκε τον παλιό της εαυτό»[14]. «Τιμώρησε τη μαθήτρια που προσπαθούσε να κερδίσει επαίνους, την υπερηφάνεια των 11 χρόνων της για τα πρώτα της διηγήματα, για την εξάρτηση της από την καλή γνώμη της μητέρας της. Η άκρη της βέργας έσχιζε τον αέρα. Όχι άλλο! Έλεγε, φτάνει! Πάρε μία»[15]. Και βεβαίως «Δεν γίνεται να χτυπάς τσουκνίδες ώρα πολλή χωρίς να βγει στην επιφάνεια μια ιστορία»[16]. Όμως δεν το θέλει πια αυτό, την κουράζει: «κάθε φορά που βυθιζόταν στην φαντασία της πλήρωνε το τίμημα της επιστροφής»[17]. «Το όνειρο της φάνταζε ανόητο μόλις  συναντούσε τη σκληρή υλικότητα του πραγματικού»[18]. Θέλει οι ιστορίες της να τροφοδοτούνται από την ίδια τη ζωή, από τα πραγματικά γεγονότα, όχι από την φαντασία: Προκαλούσε την ύπαρξη: «Θα περίμενε ήρεμη και πεισμωμένη ώσπου να αποκριθούν τα πραγματικά γεγονότα στην πρόκληση της και όχι οι φαντασιώσεις της – και να ξορκίσουν την ασημαντότητα της»[19].
Αποκρίθηκαν λοιπόν τα πραγματικά γεγονότα, βλέπει το γράμμα του Ρόμπυ με την επίμαχη λέξη, αντιλαμβάνεται την ερωτική σκηνή στη βιβλιοθήκη, οπότε δυναμώνει η απόφαση της για αποκήρυξη της παιδικότητας της αλλά και ψάχνει να βρει τρόπους να ενσωματώσει στην συγγραφή της τις καινούργιες εμπειρίες της ζωής της: «Τελείωσε η παιδικότητα της, τα διηγήματα – παραμύθια ανήκουν στο παρελθόν και μέσα σε λίγες ώρες είχε παρατηρήσει μυστήρια, είχε δει μια ανείπωτη λέξη, είχε διακόψει μια βάναυση σκηνή και προκαλώντας το μίσος ενός μεγάλου που όλοι τον εμπιστεύονταν, συμμετείχε πλέον στο δράμα της ζωής που παιζόταν έξω από το παιδικό δωμάτιο. Δεν της έμενε παρά να ανακαλύψει τις ιστορίες πέρα από τα πρόσωπα και έναν τρόπο να τις ξετυλίγει, αντάξιο των νέων γνώσεων της. Ή μάλλον της σοφότερης αντίληψης της άγνοιας της»[20].
Αποκηρύσσει λοιπόν στα λόγια την παιδικότητα της αλλά το βλέμμα της παραμένει παιδικό. Δεν έχει την εμπειρία και την ωριμότητα να ερμηνεύσει και να επεξεργαστεί τα γεγονότα που προηγήθηκαν . Όμως, υιοθετεί μια καινούργια στάση στο δρόμο προς την ενηλικίωση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να παίξει ενεργητικό ρόλο στην εξήγηση και στην εξέλιξη των γεγονότων της πραγματικής ζωής και να ονομάσει τον ένοχο, να γίνει κύρια μάρτυρας κατηγορίας, να γίνει επίκεντρο της προσοχής, να «σώσει» την εξαδέλφη της. Εξορκίζει την ασημαντότητα της εμπλεκόμενη δυναμικά σε ένα γεγονός της πραγματικής ζωής, πράγμα που τόσο πολύ επιθυμούσε, ξεφεύγοντας από τον χώρο του φαντασιακού, «βλέποντας» τον Ρόμπυ ως βιαστή της εξαδέλφης της. «Όσα γνώριζε δεν στηριζόταν κυριολεκτικά ούτε αποκλειστικά στην όραση»[21]. «Τα μάτια της επιβεβαίωσαν το άθροισμα όσων γνώριζε και όσων είχε βιώσει πρόσφατα»[22].  «Έτσι όταν είπε αρκετές φορές τον είδα, το εννοούσε και ήταν απόλυτα ειλικρινής και παθιασμένη»[23]. Επίσης, μια άλλη πιθανή αιτία που μπορεί και αυτή να έπαιξε το ρόλο της στην ευκολία που «είδε» τον Ρόμπυ ως βιαστή της εξαδέλφης της, πέρα από την απειρία της, μπορεί να βρίσκεται στο ασυνείδητο της ηρωίδας μας, όπως λέγαμε και στην αρχή.  Η Βρυώνη όταν ήταν 10 χρονών,  φανέρωσε τον έρωτα της για τον Ρόμπυ και μάλιστα έπεσε επίτηδες στο νερό για να δει αν θα τη σώσει. Όμως δεν βρήκε ανταπόκριση ο έρωτας αυτός: «Ξέρεις γιατί ήθελα να με σώσεις;»[24]. «Ήθελα να με σώσεις επειδή σε αγαπώ»[25]. «Και τώρα το ξέρεις, θα διακινδύνευα τη ζωή μου για χάρη σου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σε αγαπώ»[26]. Η εξήγηση που δίνει ο ίδιος ο Ρόμπυ προσπαθώντας να κατανοήσει την συμπεριφορά της Βρυώνης περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα: «Σοκαρίστηκε (η Βρυώνη) όχι μόνο από μια λέξη. Της φάνηκε πως ο Ρόμπυ, επιλέγοντας την αδελφή της, πρόδωσε την αγάπη της. Έπειτα, στη βιβλιοθήκη, επιβεβαίωσε το χειρότερο και εκεί πια κατέρρευσε η φαντασίωση της. Αρχικά ένοιωσε απογοήτευση και απελπισία και στο τέλος πικρία. Βρήκε μια ευκαιρία να εκδικηθεί. Τον κατονόμασε και κανείς εκτός από την αδελφή της και τη μητέρα του δεν αμφέβαλλε. Την ενόρμηση αυτή, την αναλαμπή της μοχθηρίας της, την παιδιάστικη διάθεση για καταστροφή μπορούσε να την καταλάβει. Απίστευτο ήταν το βάθος του μίσους της, η εμμονή της σε μια ιστορία που τον έστειλε φυλακή»[27].
Μετά την παιδικότητα, ήρθε η εφηβεία, όπου «μια ανελέητη νεανική λησμονιά, μια ηθελημένη διαγραφή την προστάτευσε στα χρόνια της εφηβείας της»[28].
Μετά από 5 περίπου χρόνια, έρχεται η ενηλικίωση και αρχίζει η προσπάθεια για εξιλέωση για ότι είχε προκαλέσει. Πάει να εκπαιδευτεί ως εθελόντρια νοσοκόμα, παραμονές πολέμου. Τιμωρεί λοιπόν τον εαυτό της, ο εγωισμός της εξαφανίζεται, ταπεινώνεται, χάνει το όνομα της, την ταυτότητα της, περιορίζεται πνευματικά, τσαλακώνεται σωματικά. Δεν είναι πια η Βρυώνη, είναι απλά η νοσοκόμα Τάλλις. «Ουσιαστικά περιόρισε τη ζωή της σε μια σχέση με μια γυναίκα 15 χρόνια μεγαλύτερη της, την αδελφή Ντρυμόν, που απέκτησε μεγαλύτερη εξουσία επάνω της, από την εξουσίας μιας μητέρας πάνω στο βρέφος της»[29]. «Ο περιορισμός αυτός εξαφάνιζε την ταυτότητα της»[30]. «Η ταπείνωση της μπροστά σε όλη την τάξη την πρώτη ημέρα ήταν σημαδιακή»[31]. «Η απάντηση της Αδελφής ήταν ήρεμη: Το βαπτιστικό σου όνομα δεν με ενδιαφέρει. Κάθισε τώρα ήσυχα στη θέση σου Νοσοκόμα Τάλλις»[32]. «Οι πρακτικές δυσκολίες περιόρισαν τον πνευματικό της ορίζοντα. Τα ψηλά σκληρά κολάρα έσφιγγαν το λαιμό της. Καθώς έπλενε τα χέρια της 10 φορές την ημέρα με παγωμένο νερό και σόδα αντίκρισε τις πρώτες χιονίστρες. Τα παπούτσια της έσφιγγαν τα δάχτυλα. Η στολή, όπως κάθε στολή, και η καθημερινή φροντίδα που απαιτούσε, διάβρωνε την ταυτότητα της»[33]. «Τούτη ήταν πια η φοιτητική της ζωή, αυτά τα 4 χρόνια, αυτό ήταν το καθεστώς που την περιέβαλε και δεν είχε πια ούτε τη θέληση, ούτε την ελευθερία να φύγει. Παραδινόταν σε μια ζωή γεμάτη περιορισμούς, υπακοή, οικοκυρικά με μόνιμη συντροφιά το φόβο της αποδοκιμασίας»[34]. «Τον περισσότερο καιρό ήταν υπηρέτρια, δουλικό, χαιρόταν όμως που δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο»[35].
Ήταν όμως όλα δική της επιλογή, παίρνει πλήρως την ευθύνη για τη στροφή στη ζωή της: «Ένας από τους λόγους που ήθελε να γίνει νοσοκόμα ήταν πως ήθελε να κερδίσει την ανεξαρτησία της. Ήταν σημαντικό οι γονείς της και κυρίως η μητέρα της να μαθαίνουν όσο το δυνατόν λιγότερα για τη ζωή της»[36]. «Δεν λυπόταν τον εαυτό της. Μόνη της διάλεξε να ξεκόψει από το σπίτι»[37]. «Προς το παρόν χρειαζόταν να μείνει μακριά τους»[38].
Πάντα όμως παραμένει πολύτιμο καταφύγιο της η συγγραφή. Το ημερολόγιο που κρατάει δεν το εγκαταλείπει, παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Και μάλιστα παράλληλα με τη δική της ενηλικίωση, αλλάζει και ωριμάζει και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη συγγραφή. Στην ιστορία που έστειλε στον εκδοτικό οίκο μήπως και εκδοθεί, αποτυπώνονται όλες οι αλλαγές της φιλοσοφίας της: «Η εποχή των καθαρών απαντήσεων είχε παρέλθει. Το ίδιο και η εποχή των χαρακτήρων και της πλοκής»[39]. «Ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος δεν μπορεί πια να γράφει με χαρακτήρες και πλοκή, όπως και ο σύγχρονος συνθέτης δεν μπορεί να γράφει συμφωνίες σαν του Μότσαρτ. Την ενδιέφερε η σκέψη, η αντίληψη, οι αισθήσεις, η συνείδηση που μοιάζει με ποτάμι και διατρέχει το χρόνο. Την ενδιέφερε ο τρόπος παρουσίασης της διαρκούς ροής του, ο τρόπος που θα της επέτρεπε να δείξει όλους τους παραποτάμους που κάνουν το ποτάμι να φουσκώνει και τα εμπόδια που το αναγκάζουν να παρεκκλίνει. Να κατόρθωνε να αναπαραγάγει το καθαρό φως ενός καλοκαιρινού πρωινού, όλα όσα αισθάνεται ένα παιδί που κοιτάζει από το παράθυρο, τη στροφή και τη βουτιά ενός χελιδονιού πάνω από μια πισίνα με νερό. Το μυθιστόρημα του μέλλοντος θα ήταν τελείως διαφορετικό από τα μυθιστορήματα του παρελθόντος. Είχε διαβάσει τρεις φορές Τα κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ και πίστευε πως επέρχονταν σημαντικές μεταβολές στην ίδια την ανθρώπινη φύση, και πως μόνο η αφήγηση –αλλά μια νέα αφήγηση- μπορούσε να συλλάβει την ουσία τους. Ο καλλιτεχνικός θρίαμβος θα ήταν να τρυπώσει στο μυαλό και να δείξει πως δουλεύει, ή πως δουλεύεται, και μάλιστα ακολουθώντας ένα συμμετρικό σχέδιο»[40].
Αυτές οι συγγραφικές αντιλήψεις της ηρωίδας, είναι ακριβώς ο τρόπος που ο Ίαν Μακ Γιούαν «έχτισε» το βιβλίο του. Εδώ καταδεικνύεται η όποια ταύτιση της ηρωίδας με τον συγγραφέα του βιβλίου.
Η ωρίμανση της ηρωίδας συνεχίζεται: «Έμαθε κάτι απλό, που πάντα γνώριζε όπως όλοι: Ότι κάθε άνθρωπος είναι πέρα από οτιδήποτε άλλο κάτι υλικό, που εύκολα διαλύεται και δεν διορθώνεται τόσο εύκολα»[41]. «Μερικές φορές, όταν πονούσε πολύ ο στρατιώτης που φρόντιζε, ένοιωθε μια απρόσωπη ηρεμία που δεν την άφηνε να υποφέρει για να κάνει τη δουλειά της αποτελεσματικό και χωρίς τρόμο. Τότε είδε τι είναι η νοσηλευτική. Φανταζόταν πως θα εγκατέλειπε τη φιλοδοξία της να γράφει και θα αφιέρωνε τη ζωή της σε αυτές τις στιγμές χαράς και γενικευμένης αγάπης» [42].
Αλλά, βεβαίως, αυτό δεν έγινε, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη συγγραφή και η ηρωίδα, ηλικιωμένη πια, στο τέλος του βιβλίου, ταυτίζεται πλήρως με την ιδιότητα της ως συγγραφέας. Θέλει να αφήσει ως παρακαταθήκη ελπίδα, καλοσύνη, αισιοδοξία, κρύβοντας από το μυθιστόρημα της κάποια από τα αληθινά γεγονότα, δηλαδή το θάνατο στη διάρκεια του πολέμου του Ρόμπυ και της αδελφής της: «Τι τέλος θα ήταν αυτό; Ποιο αίσθημα, ποια ελπίδα ή ποια ικανοποίηση θα αντλούσε ο αναγνώστης από μια τέτοια αφήγηση;  Ποιος θα ήθελε να πιστέψει πως δεν ξανασυναντήθηκαν, δεν ολοκλήρωσαν τον έρωτα τους;  Ποιος θα το πίστευε, εκτός από τους οπαδούς του πιο στείρου ρεαλισμού;  Δεν μπορούσα να τους κάνω κάτι τέτοιο. Είμαι πολύ γριά, φοβάμαι πολύ και αγαπώ πολύ το κομματάκι της ζωής που μου έχει απομείνει. Αντιμετωπίζω την πλημμυρίδα της λήθης να πλησιάζει, κι έπειτα την πλήρη λησμονιά. Δεν έχω πλέον το θάρρος της απαισιοδοξίας».[43]
«Θέλω να πιστεύω πως δεν είναι αδυναμία ούτε υπεκφυγή, αλλά μια τελευταία πράξη καλοσύνης, μια στάση απέναντι στη λησμονιά και την απελπισία, που με κάνει ν’ αφήνω τους εραστές μου να ζήσουν και να τους παντρεύω στο τέλος. Τους χάρισα την ευτυχία, αλλά δεν ήμουν τόσο ιδιοτελής ώστε να τους βάλω να με συγχωρέσουν»[44].
Εξιλέωση λοιπό τελικά δεν επιτεύχθηκε από την ηρωίδα, ούτε στην ιστορία που έγραψε, ούτε και στην πραγματική της ζωή.
«Το πρόβλημα αυτά τα πενήντα εννέα χρόνια ήταν το εξής: Πως μπορεί να πετύχει την εξιλέωση μια μυθιστοριογράφος όταν, με την απόλυτη εξουσία να αποφασίζει τι θα γίνει, έχει ταυτόχρονα τη θέση του Θεού;  Δεν υπάρχει κανείς, ούτε οντότητα ούτε ανώτερη μορφή στην οποία μπορεί να αναφέρεται, να συμβιβαστεί με αυτήν ή να ζητήσει συγχώρεση. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτήν. Στην φαντασία της θέτει τα όρια και τους όρους. Δεν υπάρχει εξιλέωση για τον Θεό, ή για τους μυθιστοριογράφους, ακόμη κι αν είναι άθεοι. Το έργο αυτό ήταν πάντα ανεκπλήρωτο, και αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο. Το παν ήταν η προσπάθεια»[45].
Το παν ήταν η προσπάθεια, λοιπόν……

                                                                   Μαρία Λασηθιωτάκη




[1] Σελ. 15, [2] Σελ. 15, [3] Σελ. 15, [4] Σελ. 16, [5] Σελ. 16, [6] Σελ. 17, [7] Σελ. 17, [8] Σελ. 17, [9] Σελ. 18,  [10] Σελ.19, [11] Σελ. 50, [12] Σελ. 51, [13] Σελ. 85, [14] Σελ. 85, [15] Σελ. 85, [16] Σελ. 84, [17] Σελ. 87, [18] Σελ. 87, [19] Σελ. 88, [20] Σελ. 172, [21] Σελ. 181, [22] Σελ. 181, [23] Σελ. 181, [24] Σελ. 246, [25] Σελ. 246, [26] Σελ. 246, [27] Σελ. 248, [28] Σελ. 183, [29] Σελ. 291, [30] Σελ. 291, [31] Σελ. 291, [32] Σελ. 291, [33] Σελ. 292, [34] Σελ. 292, [35] Σελ. 293, [36] Σελ. 294, [37] Σελ. 296, [38] Σελ. 296, [39] Σελ. 298, [40] Σελ. 298, [41] Σελ. 32, [42] Σελ. 322, [43] Σελ. 392, [44] Σελ. 392, [45] Σελ. 392