Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Για την Χαμένη Άνοιξη


Η Χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (Λογοτεχνικό ψευδώνυμο) του Γιάννη Χατζηανδρέα που είχε υπογράψει και με τα ψευδώνυμα Λούκης Αράπης και Φώτης Μαλυγκός ενίοτε κάποια έργα, είναι το κύκνειο άσμα του, α΄ μέρος μιας τριλογίας που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε.  Ο υπέρτιτλος του έργου Δίσεχτα χρόνια έγινε σεβαστός κι αποδεκτός σε όλες τις ανατυπώσεις του έργου μετά το θάνατο του συγγραφέα ως σήμερα.
          Για τη Χαμένη άνοιξη ο Τσίρκας μας πληροφορεί στο Ημερολόγιό του με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1969:  «Τρία χρόνια με βασανίζει αλλά και με ζεσταίνει η επιθυμία να γράψω καινούργιο μυθιστόρημα.  Στην αρχή το έβλεπα σαν ένα τόμο:  τολμηρό, ερωτικό, αθηναίικο, με το τρελό και τραγικό κόσμο των εκπατρισμένων που βρήκαν εδώ μια «νέα»  πατρίδα.  Λύση στα ατομικά προβλήματά τους ή στην επανασύνδεσή τους με την αίσθηση της ζωής που είχε αποστεγνώσει ο μηχανικός  «πολιτισμός»  του τόπου τους.  Ύστερα μέσα μου  το σχέδιο πήρε πάλι μορφή τριλογίας – ήρθαν και τα γεγονότα βλέπεις – άρχισα να το σκέφτομαι σαν ιστορικό – πολιτικό, όχι συνέχιση των προσώπων του Ακυβέρνητες Πολιτείες, όχι ο ίδιος χώρος, όχι οι ίδιες νοσταλγίες, όχι η ίδια τεχνική.  Τα βιώματά μου, οι εξαίσιες στιγμές – εκείνες που λες, ενώ ακόμα τις ζεις:  Ναι, αυτό θα πρέπει να σωθεί, να μπει  στο μυθιστόρημα».
          Ο Αντρέας κύριος ήρωας του έργου, η ερωτική Φλώρα με τον έκλυτο βίο και η Ματθίλδη υφαίνουν τον ερωτικό μύθο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το βιβλίο.  Ο πρωταγωνιστής πολιτικός πρόσφυγας 18 χρόνια επαναπατρίζεται και νιώθει να του φαίνονται  «όλα σαν παραμύθι.  Αθήνα η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου…»  Ολόκληρο το έργο που έχουμε στα χέρια μας διαρκεί 19 ημέρες από 4 μέχρι 23 Ιουλίου.  Δεν καταγράφεται το έτος μα υποψιαζόμαστε ότι είναι το 1966.  Πολύ μικρό διάστημα για τη πληθώρα των γεγονότων που απ’ τη τρίτη κιόλας σελίδα μας βάζει αμέσως στα βαθιά.  «Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω…. Ίσως και να μην είμαι άξιος εγώ για να καταπιαστώ με δαύτα»  ο φόβος του συγγραφέα στη συνέχεια γίνεται αποκαλυπτικός πρόσωπα του οδυνηρού  παρελθόντος εμφανίζονται περιπλέκονται με οικογενειακές συμμετοχές πλεκτάνες της πολιτικής ζωής γίνονται γνωστές από αυτόπτες μάρτυρες με μορφή εξομολόγησης ο αναγνώστης συμμετέχει στα γεγονότα της εθνικής προδοσίας της πολιτικής μηχανορραφίας ζει από κοντά τους μυστικούς πράκτορες τους ξένους ανταποκριτές δεύτεροι ήρωες σύντροφοι ερωτικοί της απανταχού παρούσης Φλώρας αμερικάνας υπηκόου από πατέρα Δανό και μητέρα Ελβετίδα που εκτός από τον έρωτα τιμά δεόντως και το αλκοόλ.  Που τη βρίσκεις που τη χάνεις σε άλλο μπαράκι κάθε μέρα και με άλλο ερωτικό σύντροφο.  Μια φορά μόνο θα βρεθούν με τον Ανδρέα και θα τον χάσει επειδή δε μπορεί να του είναι πιστή.  Ο Αντρέας κεντρικός ήρωας με αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα σε πρώτο πρόσωπο δύσκολο να μη τον ταυτίσεις με τον γράφοντα κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη με μια φράση που ξεχώρισα  «καθαρή καρδιά κι όσο θέλεις πάτα» με λαχτάρα ομολογεί  «Δίψασα ελευθερία.  Η ψυχή μου ήταν αιχμάλωτη και πάλευε για να μην πλαντάξει».  Η θεία του, η νονά του πρόσωπα οικεία και το ταξίδι στη Λειβαδιά τον φέρνει σε συζήτηση με το θείο του που επιστρέφοντας Αθήνα ξυπνά με δυσφορία και πνίξιμο.  Ο θείος εκτός τα περιουσιακά του Αντρέα ήταν αναμεμιγμένος σε δολοπλοκίες και ύποπτες πολιτικές υποθέσεις.  Χάρη στη περιουσία της μάνας του ο ήρωας ομολογεί:  «Τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, άντε, άλλοτε, να στήσεις σπιτικό μέσα σε δυο μέρες και άντε να το κάνεις σήμερα στη Βαρσοβία, τη Πράγα, τη Μόσχα, άσε πια τη Τασκένδη».  Γειτόνισσά του στο διαμέρισμα του γ΄ ορόφου η φλογερή αγωνίστρια Ματθίλδη.  Τα πολιτικά γεγονότα τρέχουν καταιγιστικά κι ο Τσίρκας τα παρουσιάζει διεξοδικά, αναλυτικά και με λεπτομέρειες πράγμα που ίσως είναι λίγο κουραστικό μα πάνω απ’ όλα τονίζει τον τρόπο που η ιστορία εισβάλει στις σχέσεις των ανθρώπων και πως ταράζει τις συνειδήσεις τους.  Παρακολουθούμε την εθνική προδοσία, την αποστασία, πλήθη οργισμένα κάθε μέρα στους δρόμους, ο λαός γίνεται όχλος, μάζα που συγκρούεται σε πορείες.  Παρ’ όλο που φαίνονται πολλά λάθη κι ελαττώματα αυτού του λαού ο συγγραφέας μας δίδει και τα προτερήματά του που φαίνονται από την εμφάνιση και μόνο, «Τους κοίταξα έναν – ένα:  μάτια καθαρά, κεφάλι όμορφα στημένο και στην τσάκιση των χειλιών ένα αχνό χαμόγελο.  Με τέτοιους ανθρώπους πώς να μην αισιοδοξείς;  Αναγνώριζα στο δρόμο τις τυπικές ρωμέικες φάτσες, το μουστακάκι, τα βαθουλωμένα μάγουλα, το χτένισμα, τα τριμμένα ρούχα, τα στιλβωμένα παπούτσια, εκείνη την έκφραση της αγωνίας στο πρόσωπο, που αν είσαι αδιάφορος την αποδίδεις στο κλίμα ή στο δυνατό ήλιο, κι αν είσαι απ’ τους δικούς τους, μπορείς να διαβάσεις πάνω σ’ αυτή όλη την ιστορία της Ρωμιοσύνης»  μας δίνει όλη την αγάπη τη συμπάθεια και τον ανθρωπισμό του.
     Ξεχώρισα φράσεις που με άγγιξαν όπως:  «Δεν μετανιώνεις μόνο
για όσα κάνεις αλλά και για όσα δεν έκανες».  «Επειδή θ’ αλλάξει μια κυβέρνηση, δε πάει να πει πως θ’ αλλάξουν κι οι άνθρωποι».  «Ανάλογα με τη πολιτική τους τοποθέτηση υπάρχουν καλοί και κακοί Έλληνες».  «Με τη βία μπορούν να μας ξεκάμουν αλλά κι αυτό είναι αμφίβολο, δεν ξεγίνονται οι ψυχές, δηλαδή το φρόνημα, η πίστη, οι ιδέες».  «Δεν αργεί, δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό».  «Κάποτε θα πρέπει να ξεχαστούν αυτά.  Αλλιώς δε θα πάψουμε να τρωγόμαστε, να μας δουλεύουν οι Αμερικάνοι κι οι Εγγλέζοι, το χάσμα του εμφυλίου θα μένει αγεφύρωτο κι ο τόπος…  Ίσως όταν έρθουν άλλες γενιές, να φτάσει και η ώρα της λήθης».  «Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός ν’ αποφύγουμε το ανεπανόρθωτο».
          Το βιβλίο χωρίζεται σε 2 μέρη που ο συγγραφέας ονομάζει Ωροσκόπιο και Κλεψύδρα.  Τα ονόματα είναι δοσμένα από ήρωα του έργου με σκοτεινό παρελθόν σχεδόν βγαλμένο απ’ τα Τάρταρα του Άδη με το παρατσούκλι Κακομοίρας μας παρουσιάζεται και σαν Στέφανος στις γνωριμίες της Φλώρας πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που ο Τσίρκας αριστοτεχνικά μας αποκρύπτει και το φανερώνει στο τέλος δηλαδή τη διπλή ταυτότητα του ήρωα που δεν είναι παρά ένα και το αυτό πρόσωπο.  Κόλπο λογοτεχνικό προσόν καθαρά της μυθιστορηματικής αφήγησης.  Το μυθιστόρημα αποκτά καλλιτεχνική αξία.
          Τα γεγονότα καλπάζουν.  Σωτήρης Πέτρουλας, ο πρώτος νεκρός.  Η τύχη του νεκρού, που θα θαφτεί, το νεκροτομείο, η οικογένεια, η κηδεία σ’ όλες τις φάσεις θα τύχει κι ο Αντρέας από κοντά αφού είναι πλέον ζευγάρι ερωτικό με τη Ματθίλδη.  Ανάμεσα στο θρήνο με το ηρωικό και πένθιμο τραγούδι ο λαός ανακηρύσσει το Πέτρουλα ήρωα χιλιάδες άνθρωποι συρρέουν και με συνθήματα όλοι μαζί ακολουθούν τη κηδεία του.  Εδώ τελείωνε η Άνοιξη της Αθήνας.  Η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου… Ο Σίσυφος Λαός.  Δε χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία.  Ο μηχανισμός της δικτατορίας είχε μπει σε κίνηση.
«Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να τη ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή»  μας λέει σαν κατακλείδα ο Τσίρκας λίγες μόνο σειρές πριν το τέλος του τόμου.
Η Χαμένη Άνοιξη δημοσιεύθηκε το 1976 και στο Ημερολόγιο του ο Στρατής Τσίρκας μας πληροφορεί για τη συγγραφή της πως:  «Δυσκολεύτηκα πολύ περισσότερο.  Γιατί ήτανε πολύ κοντά τα γεγονότα.  Είναι φοβερός ο φόβος, που καταλαμβάνει τον γράφοντα, της κριτικής των παρόντων, των ανθρώπων που έχουνε ζήσει το ίδιο γεγονός.  Φοβερός ο πανικός!  Η κηδεία του Πέτρουλα π.χ. προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι μέσα στην καλλιτεχνική αλήθεια και ταυτοχρόνως να είμαι και στην αλήθεια της πραγματικότητας, δηλαδή να μη διαστρεβλώσω γεγονότα ή πρόσωπα ή χαρακτήρες…»
Γιάννης Πετσαλάκης