Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Αλλότριες σκέψεις


ΑΛΛΟΤΡΙΕΣ  ΣΚΕΨΕΙΣ
Και μήπως είναι τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας;
                                                               ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

          Μιλώντας για το θάνατο, διαβάζοντας ένα βιβλίο αυτή τη φορά στη Λέσχη Ανάγνωσης για το θέμα αυτό, στην πραγματικότητα μιλάμε για τη ζωή και τη στάση του ατόμου που διαμορφώνει γι’ αυτή, γνωρίζοντας και βλέποντας το θάνατο γύρω του.  Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να πιστέψει και να προσεγγίζει το θάνατο με ένα ξεχωριστό τρόπο απόρροια των πεποιθήσεών του και των αναγκών του, αλλά αυτή η θέση που θα διαμορφώσει επηρεάζει σημαντικά τη πορεία της ζωής του και την απλή καθημερινότητά του.
          Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, που ασχοληθήκαμε πρόσφατα, έχει γράψει το ποίημα:
ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΤΑΦΟΠΕΤΡΑ.
Δε χρειάζομαι ταφόπετρα, εγώ
Αλλ’ αν εσείς χρειάζεστε για μένα,
Θα ήθελα κει πάνω να γραφτεί:
«Έκανε προτάσεις.  Εμείς
Πράξη τις κάναμε»
Μια τέτοια επιγραφή
Θα’ ταν τιμή για όλους μας.  (1955)
         
          Ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός, που πέθανε πρόσφατα, κηδεύτηκε στο Παρίσι και μεταξύ άλλων κατά την κηδεία του έγινε ανάγνωση του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου και της γαλλικής μετάφρασής του περίφημου στασίμου από την «Αντιγόνη», όπου γίνεται αναφορά στα κατορθώματα του ανθρώπου που μόνο απ’ τον Άδη δεν μπορεί να ξεφύγει.  Το παραθέτω στο τέλος του κειμένου μου στο πρωτότυπο και στην ελληνική μετάφρασή του από το σχολικό βιβλίο του Λυκείου.
          Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις τον είχαν ρωτήσει:
«- Κύριε Αξελέ, πόσα χρόνια θέλετε να ζήσετε;
-         Ου ου ου, πολλά!  Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις με τη ζωή».

Αγαπημένες μου ρήσεις για τη ζωή είναι οι ακόλουθες:
ΧΑΪΚΟΥ
«Αγαπώ το υπόλοιπο της ζωής μου
Αν και είναι εφήμερο
Σαν την απαλή πρωϊνή γαλάζια
Μεγαλοπρέπεια»
                   (ΤΟΜΙΓΙΑΣΟΥ ΦΟΥΣΕΪ 1885 – 1979)
και
«Όταν ήρθες σ’ αυτό τον κόσμο, έκλαιγες κι όλοι γύρω σου χαίρονταν.  Πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου έτσι ώστε όταν φύγεις απ’ αυτό τον κόσμο εσύ να χαίρεσαι κι όλοι γύρω σου να κλαίνε»
                                                 (Ινδική σοφία)
          Το χιούμορ είναι όμως πάντα ανατρεπτικό, καταλύτης ζωής, δυνατό.  Συστήνω το Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ του Αρκά και ιδιαίτερα τα τεύχη: «Ένα θάνατο τον έχουμε» και «Αιωνιότητα είναι θα περάσει».
          Στο βιβλίο για τον Ηράκλειτο που διαβάσαμε τελευταία στη Λέσχη Ανάγνωσης (σε μετάφραση Κ. Αξελού) είδαμε τη στάση των αρχαίων στο θέμα του θανάτου.  Ο θάνατος των περισσότερων αρχαϊκών Ελλήνων στοχαστών πήρε τη μορφή μύθων που ταιριάζουν με τη ζωή τους όπως ο Θαλής, στοχαστής του νερού, πέθανε από δίψα, ο Βίας, σοφός δικαστής, πέθανε στη διάρκεια μιας δίκης, ο Πυθαγόρας που απαγόρευε στη σχολή του να τρώνε τις φακές, πέθανε αρνούμενος να διασχίσει ένα χωράφι με φακές για να γλιτώσει από τους διώκτες του.
          Η βαθειά αλήθεια που εκδηλώνεται μερικές φορές με το γεγονός ότι ο άνθρωπος εκφράζει, με το θάνατό του το νόημα της ζωής του, συχνά οι αρχαίοι το μυθοποιούσαν πολύ εύκολα.  Οι μεγάλες Ελληνικές φυσιογνωμίες είχαν μια φανερή τάση να σφυρηλατούν το μύθο τους ενώ ήταν ακόμα ζωντανές, όπως ο Εμπεδοκλής που γκρεμίστηκε στην Αίτνα για να πιστέψουν ότι ήταν Θεός.  Η κατοπινή παράδοση διόγκωσε αυτή τη φιλοδοξία, ότι ο θάνατος εκφράζει το πεπρωμένο του ανθρώπου.
          Η θρησκεία και η επιστήμη παρέχουν παρόμοιες απαντήσεις στα ίδια  βασικά ερωτήματα.  Στο βιβλίο «Η πολιτική της έκστασης»  του Timothy Leaux σ’ ένα από τα επιλεγμένα κείμενα που περιέχει αναφέρεται στα επτά βασικά πνευματικά ερωτήματα:
1)     Το ερώτημα της Απόλυτης Δύναμης.   (Τι είναι η βασική ενέργεια η υποβαστάζουσα το σύμπαν;  Πως και που άρχισαν όλα;)
2)    Το ερώτημα της Ζωής.  (Τι είναι η ζωή;  Πως εξελλίσεται;)
3)    Το ερώτημα της ανθρώπινης Ύπαρξης.  (Ποιος είναι ο άνθρωπος;  Από πού ήρθε;  Πως λειτουργεί;)
4)    Το ερώτημα της γνώσης.  (Πως βιώνει, αισθάνεται και γνωρίζει ο άνθρωπος;)
5)    Το ερώτημα του εγώ.  (Ποιος είμαι;  Τι κάνω γι’ αυτό;)
6)    Το συναισθηματικό ερώτημα.  (Τι θα πρέπει να νιώθω;)
7)    Το ερώτημα της Απόλυτης φυγής.  (Πως θ’ αποδράσω απ’ όλα αυτά;)
Ποιος από εμάς δεν έχει αναρωτηθεί και δεν ψάχνει απαντήσεις σ’
όλα αυτά;  «Η ζωή είναι μια παραίσθηση.  Είναι εκεί τη μια στιγμή και την άλλη έχει χαθεί.  Τώρα τη βλέπεις, τώρα δε τη βλέπεις.  Ο θάνατος είναι το ίδιο απατηλός»  διαβάζουμε στο ίδιο βιβλίο.
          Κλείνοντας το κείμενό μου με προσφιλείς θέσεις και απόψεις γύρω από το θέμα του σημερινού μας βιβλίου, που τόσο με είχε εντυπωσιάσει η φιλοσοφία του Επίκουρου όταν τη διδάκτηκα στο Λύκειο.  Θα ξεχωρίσω από τα κείμενα του Επίκουρου ένα για τη φιλία, ένα άλλο σπουδαίο θέμα για να αφήσουμε λίγο το θάνατο αλλά όχι τη ζωή.
«Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα για τη βοήθειά τους»

ΣΤΑΣΙΜΟ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
(Πρωτότυπο)
Πολλά τα δεινά κουδέν
Ανθρώπου δεινότερον πελει,
Τούτο και πολιού πέραν
Πόντου χειμερίω νότω
Χωρεί, περιβρυχίοισιν
Περών υπ’ οίδμασιν, θεών
Τε ταν υπερτάταν, Γαν
Άφθιτον, ακαμάταν αποτρύεται,
Ιλλομένων αρότρων έτος εις έτος,
Ιππείω γένει πολεύων.

Κουφονόων τε φύλλον
Ορνίθων αμφιβαλών αγρεί
Και θηρών αγρίων έθνη
Πόντου τα ειναλίαν φύσιν
Σπείραισι δικτυοκλώστους,
Περιφραδής ανήρ κρατεί
Δε μηχαναίς αγραύλου
Θηρός ορεσσιβάτα, λασιαύχενά θ’
Ίππον υπαξέμεν αμφίλοφον ζυγόν
Ουρειόν τα ακμήτα ταύρον.

Και φθέγμα και ανεμόεν
Φρόνημα και αστυνόμους
Οργάς εδιδάξατο και δυσαύλων
Πάγων υπαίθρεια και
Δύσομβρα φεύγειν βέλη
Παντοπόρος, άπορος επ’ ουδέν έρχεται
Το μέλλον, Άνδρα μόνον
Φεύξιν ουκ επάξεται,
Νόσων δ’ αμηχάνων φυγάς
Ξυμπέφτασται.

Σοφόν τι το μηχανόεν
Τέχνας υπέρ ελπίδ’ έχων
Τοτέ μεν κακόν, άλλοτ’ επ’ εσθλόν έρπει,
Νόμους περαίνων χθονός
Θεών το ένορκον δίκαν,
Υψίπολις, άπολις ότω το μη καλόν
Ξύνεστι τόλμας χάριν,
Μητ’ εμοί παρέστιος
Γένοιτο μήτ’ ίσον φρονών
Ος ταδ’ έρδοι.

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)
Πολλά γεννούν το δέος,
Το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά,
Περνά τον αφρισμένο πόντο
Με τις φουρτούνες του νοτιά,
Στη μέση σκάβει το βαθύ
Και φουσκωμένο κύμα,
Και την υπέρτατη θεά, τη Γη,
Την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη
Οργώνοντας με τα καματερά
Χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας το αλέτρι.

Και των αστόχαστων πτηνών
Τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια,
Των αγρίων θηρίων τα έθνη,
Των βυθών την υδρόβια φύτρα
Με δίχτυα πλεγμένα στριφτά,
Ο τετραπέρατος το αγρίμι της βουνοκορφής
Δαμάζει με τεχνάσματα, φορεί
Στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό
Και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.

Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά,
Τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων,
Την όρεξη να ζει σε πολιτείες,
Πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες το αγιάζι,
Την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο,
Ο πολυμήχανος, αμήχανος δε θ’ αντικρίσει
Τα μελλούμενα, το χάρο μόνο
Να ξεφύγει δεν μπορεί,
Μόλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές
Σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες.

Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε
Που δεν τις βάζει ο νους,
Κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει,
Όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο
Και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός,
Πολίτης, αλήτης και φυγάς,
Όποιος κλωσάει το άδικο, μακάρι και μ’ αποκοτιά,
Ποτέ σε τράπεζα κοινή
Ποτέ μου βούληση κοινή
Με κείνον που τέτοια τολμάει.-

                 Αρετή Παπαδογιαννάκη -  Παυλάκου