Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Σχετικά με τον Σέλενιτς


ΣΛΟΜΠΟΤΑΝ ΣΕΛΕΝΙΤΣ

Βιογραφικά στοιχεία


Γεννήθηκε 7 Ιουνίου1933 στο Πάκρατς της Κροατίας (Σέρβος)
Πέθανε το 27 Οκτωμβρίου1995 στο Βελιγράδι

Η μητέρα του Βέρα και ο πατέρας του Σάβα ήταν δάσκαλοι και διατηρούσαν Ιδιωτικό Σχολείο στο Βελιγράδι μέχρι το 19944.

Σπουδές:
Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Βελιγραδίου 1956
Μεταπτυχιακά στο Τμήμα Δράματος στο Πανεπιστήμιο Μπρίστολ (Αγγλία) 1961

Επάγγελμα:
Κριτικός θεάτρου και εκδόσεων στην ημερήσια εφημερίδα Borba 1957-1968
Καθηγητής στο Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου
Πρόεδρος  της Εταιρίας Συγγραφέων Γιουγκοσλαβίας

Πολιτικά ενεργός με τον οργανισμό DEPOS που υποστήριξε την υποψηφιότητα του Milan Panic  ενάντια στον Slobodan Milosevic τα τέλη του 1992. Για τις απόψεις του και την «ανεκτικότητα» του απέκτησε πολλούς εχθρούς τόσο από τους εθνικιστές Σέρβους όσο και από τους Κροάτες. Για τους ίδιους λόγους απέκτησε και πολλούς φίλους μεταξύ των σκεπτόμενων ανθρώπων. Στις συντροφικές και τις παρέες του ήταν πολλοί διπλωμάτες και άλλοι αλλοδαποί που έφτανα στο Βελιγράδι προσπαθώντας να καταλάβουν τις καταστάσεις στα Βαλκάνια. Από ειρωνεία, ο πρώιμος θάνατος από καρκίνο ήρθε όταν η λογοτεχνική του φήμη άρχισε να απλώνεται και τα έργα του άρχισαν να μεταφράζονται για να εκδοθούν στα αγγλικά. Σαν άνθρωπος σαν συγγραφέας και σαν οραματιστής πρόσφερε ακτίνες ελπίδας που έλειπαν σε διαβολικούς καιρούς.

Εργο:
Θεατρικά έργα και μυθιστορήματα (τα περισσότερα διασκευάστηκαν για θέατρο ή κινηματογράφο (κάποια και από τον ίδιο)
Θεατρικά του που παίζονταν για 15 χρόνια στο Βελιγράδι:
-Χλευάζοντας τον λαό
-Πρίγκιπας Παύλος

Μυθιστορήματα (7):

-Malajsko Ludilo
- Αναμνήσεις του Πέρα του Ανάπηρου 1968
- Κορόνα γράμματα Pismo glava 1980
- Οι φίλοι 1980 (διασκευάστηκε σε θεατρικό και ανέβηκε για 5 χρόνια)
- Πατέρες και προπάτορες 1985(διασκευάστηκε από τον ίδιο για TV1996)
- Timor mortis 1989
- Φόνος εκ προμελέτης 1993(διασκευάστηκε από τον ίδιο και έγινε ταινία)




Απόψεις του συγγραφέα μέσα από το έργο του

Για την αδυναμία της γλώσσας
… Ο χρόνος μετατρέπει τις εποχές σε μύθους. Ωραίους ή άσχημους, δεν έχει σημασία. Σας λέω όλα όπως ακριβώς ήταν, αλλά πάλι δεν φτάνουν σ’εσάς αυτά ακριβώς που πρέπει να σας πω. Οι λέξεις μόλις ξεφύγουν από τα χείλια μου, σκορπίζουν και νοθεύονται. Ξέρετε, δεν γερνούν μονάχα οι άνθρωποι. Γερνούν και οι λέξεις. Γεννιούνται αποξαρχής, όμοιες στην μορφή, αλλιώτικες όμως, ανακατεμένες με άλλα νοήματα, με διαφορετικό ειδικό βάρος και με αλλοιωμένη την μοριακή τους σύνθεση. Ο,τι κι αν σημαίνει σήμερα η λέξη «παρτιζάνος», για παράδειγμα, το ’45 σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πόση και πόση εγωλατρία, πόσο μίσος, πόσα ψέματα, κούφια λόγια, ενθυμήματα, φωτογραφίες και αναμνήσεις δεν έλιωσαν και δέθηκαν όλα μαζί  κι έγιναν ένα μ’αυτή τη λέξη μέσα σε πενήντα χρόνια! Όχι εσείς δεν μπορείτε να ξέρετε ποιο ήταν το νόημα της λέξης αυτής πριν ζυμωθεί με όλα τούτα.
και παρακάτω:.. είναι αδύνατο σχεδόν να χρησιμοποιήσει κανείς τη σημερινή λέξη τύπος, για να υποδηλώσει αυτό που ήταν οι εφημερίδες Μπόρμπα και Πολίτικα στο φοβερό Βελιγράδι του 1945.

Για τις λέσχες ανάγνωσης
Μπορώ να πω πως, μέχρι και σήμερα ακόμα, διαβάζουμε πολύ συχνά μαζί την ίδια στιγμή το ίδιο βιβλίο, κι έχω πάντα μια περίεργη αίσθηση πως το βιβλίο, περνώντας μέσα από δύο σκέψεις χωρίζεται στα δύο και γίνεται διπλό, έπειτα πάλι με την συζήτηση μας, ενώνεται ξανά και γίνεται ένα βιβλίο.

Περί συνέπειας, δογματισμού και τσιτάτων.
Αποκλίνω, όπως βλέπετε και μόνοι σας, από την αρχή που έθεσα ν’αφηγηθώ και να εκθέσω μόνο αυτά που είδα και άκουσα, γιατί θα είχα πολύ λίγα να πω. Δεν λυπάμαι για την παρεκτροπή μου. Η συνέπεια, ξέρετε, δεν είναι από τις αρετές που εκτιμώ ιδιαιτέρως. Η συνέπεια, βλέπετε καλοί μου φίλοι, είναι το προαύλιο κάθε δογματισμού…..

Περί έντεχνου λόγου και λογοτεχνικής απάτης
Η φράση που ξεστόμισα είχε προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις με μεγάλη ακρίβεια. Ήταν, ας το πω έτσι, μια καθαρή αναφορά μου στο «παιχνίδι λογοτεχνικής απάτης» που και οι δύο μας αγαπούσαμε πολύ. Το είχαμε επινοήσει από τα παιδικά μας χρόνια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η παρουσία και του τρίτου ή τρίτων ήταν απαραίτητη. Όλη η υπόθεση ήταν να σκαρώνουμε μια «λογοτεχνική» φράση-παγίδα  έτσι που να φανεί στους άλλους φίλους μας που θέλαμε να πειράζουμε, μ’άλλα λόγια στους «τρίτους» -που θα πει : σ’ολους τους άλλους-, καταπληκτικά όμορφη και με βαθειά νοήματα, ενώ εμείς διασκεδάζαμε τρελά με το πονηρό μας εύρημα, την άτσαλα κρυμμένη κενότητα και την πλουμιστή απλοϊκότητα της φράσης. Καθώς μεγαλώναμε το παιχνίδι δεν άλλαξε, αλλά όσο ωριμάζαμε το κάναμε πιο τέλειο στα φινιρίσματα του, έτσι που εδώ και χρόνια τώρα δεν μας χρειάζονται οι «άλλοι». Τους «άλλους», τους υποθέτουμε. Γελάμε σε βάρος τους κι ας είναι απόντες. Μας είναι αρκετό να παίρνουμε τους «άλλους» σαν την άλλη πλευρά, που την σαμαρώνουμε, την λιώνουμε κανονικά, κι αυτή η άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει για μας εκείνη την στιγμή, τον κόσμο ολόκληρο.

Περί πολιτικής και παθών (αντικατέστησε την λέξη παρτιζάνος με οπαδός, νεοφώτιστος, φουνταμελιστής, επαναστάστης κλπ)
«Βεβαίως, ψεύδονται, φυσικά, καλά τα λέτε, οι πολιτικοί πάντα λένε ψέματα σαν τα μικρά παιδιά, γιατί λένε τα ψέματα τους στον απλοϊκό λαό που έχει λίγες ικανότητες να κρίνει, σχεδόν παιδικές, εγώ όμως θέλω να σας επιστήσω την προσοχή σας σε κάτι άλλο. Οι παρτιζάνοι, ξέρετε, πίστευαν πως το «ταξικό μίσος» είναι ένα είδος αισθήματος πολύ υψηλό, ξεχωριστό, κάτι ας πούμε  σαν το μητρικό φίλτρο κάτι δηλαδή το οποίο δεν είναι δυνατόν ν’αμφισβητηθεί. Εγώ πάντως, ‘εχω ισχυρούς λόγους να πιστεύω πως ο Κρσμαν (παρτιζανος) δεν έλεγε ψέματα σαν τους πολιτικούς, πίστευε στ’αλήθεια και πως όλοι εκείνοι που ήταν όμοιοι με τον Κρσμαν βρίσκονταν σε μία κατάσταση παράνοιας που, έστω για μια χρονική περίοδο μόνο, τους έκανε, καθαρά από ιατρικής πλευράς, τυφλούς και κουφούς για τις τρομερές αδικίες που έκαναν εν ονόματι της δικαιοσύνης τους. Μια μορφή διαταραχής. Ένα είδος επιληπτικής κρίσης, σαν αυτήν που έπιανε τους παρτιζάνους μαχητές στις μαζικές τους εκδηλώσεις. Επιφαινόμενα του βάρβαρου φαινομένου που εκπροσωπούσαν οι παρτιζάνοι.





Πατέρες και προπάτορες

Στο έργο αυτό ο Σλομποταν Σέλενιτς, πάνω στον καμβά της αυτοβιογραφικής έκθεσης της ζωής του πρωταγωνιστή του, προσεγγίζει πληθώρα θεμάτων με εκπληκτική πυκνότητα και βάθος προσέγγισης, αποφεύγοντας να είναι εμφανής και κραυγαλέος τόσο στις αναφορές του, όσο και στο πέρασμα των οπτικών του απόψεων.
Καλύπτει χρονικά, από τον αγώνα της νεοσύστατης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (1918) για την ανάδυση της στην Ευρώπη και τη διαμόρφωση της νέας εθνικής ταυτότητας μετεξελίσσοντας την Βαλκανική παράδοσης πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να περάσει μέσα από την ισοπέδωση της φασιστικής κατοχής και την επέλαση  του πάθους των κομουνιστών μετά την απελευθέρωση, με στόχο να φτάσει σαν αντιστοίχηση- παράδειγμα και προειδοποίηση στη μετα-Τιτοϊκή εποχή, λίγο πριν ξανά το ευρωπαϊκό όνειρο θαφτεί στους εθνικισμούς του εμφυλίου.   
Διαπραγματεύεται την μοναξιά της διαφορετικότητας, τις μεταλλαγές της προσαρμοστικότητας που απαιτεί για την κοινωνική της ένταξη και την επιβίωση της.
Προσεγγίζει τις διαφορές προσέγγισης των ανθρωπίνων σχέσεων στην αγγλική(δυτική) και βαλκανική κουλτούρα, όπως και την σχέση-στάση του ατόμου και πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι.